Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Προσκύνημα


Βγήκε απ' τ' αμάξι τουρτουρίζοντας. Ήταν απ' το πρωί συναχωμένος, "ντουμπάκι" που λένε στο χωριό του, το απογευματινό αγιάζι του Οκτώβρη τού έγδερνε το πρόσωπο και, διαπερνώντας το παλτό του, στροβίλιζε απαλά μα ύπουλα γύρω απ' τα πλευρά και το στέρνο.

Της είχε κάνει απ' το πρωί παραγγελιά πως ήθελε να πάει να προσκυνήσει. Κοντοζύγωνε βλέπεις το μνημόσυνο κι αισθανόταν χρέος του να τιμήσει τ' αθάνατο και λεύτερο πνεύμα που τον συντρόφευε τις ώρες της απελπισίας, τον νουθετούσε όταν κυριευόταν από αμφιβολία και τον καθοδηγούσε δείχνοντας το δύσκολο, ανηφορικό και μαρτυρικό δρόμο της σταύρωσης.

Κι όμως, δεν ήτανε μονάχα το κρύο που τον έκανε να ανατριχιάζει και σύγκορμος να τρέμει. Ήταν η πρώτη του πατησιά στα ιερά χώματα, το βάφτισμα που λένε, κι η σκέψη πως η γης ετούτη που δρασκέλιζε ανέθρεψε το πνεύμα εκείνο τού προκαλούσε ρίγος και δέος.

Ανέβηκε αργά τα σκαλοπάτια και περπάτησε με σεβασμό το μονοπάτι που κατέληγε στο μνήμα. Τώρα στεκόταν αντίκρυ του με τα χέρια μαζεμένα προς τα μέσα να του αγκαλιάζουν το εκτεθειμένο στέρνο.

Κι όμως, δεν ήτανε τα χέρια που ζέσταιναν τώρα την ψυχή του -αυτά ούτε το κορμί του δεν κατόρθωναν να θερμάνουν. Ήταν η αύρα και το φως που ανάβλυζε από το ύψωμα εκείνο και πλημμύριζε τον περιβάλλοντα χώρο, διαχέοντας μια αίσθηση ιερότητας που καμιά ψαλμωδία και κανένα θυμίαμα δεν μπορεί να προσεγγίσει.

Πέρασε η ώρα κι έπρεπε να προλάβει το βαπόρι για το ταξίδι της επιστροφής. Φεύγοντας αναρωτήθηκε τα λόγια του μεγάλου στοχαστή: είχε απαλλαχτεί από φόβους κι ελπίδες, ήταν λεύτερος; Δεν ήταν καθόλου βέβαιος για την απάντηση.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

"Ξημερώνει" [σε tempo 2/2]



Είναι σαν να είσαι κομμένος στα δυο. Όχι ένας, όχι μία κατάσταση, όχι μία αύρα ούτε μία ενέργεια αλλά δύο διακριτές κι εντελώς διαφορετικές.

Με το ξύπνημα της ημέρας τα πάντα είναι όμορφα, σε πλημμυρίζει μια όρεξη, μια διάθεση για όλα, θαρρείς πως αρκεί μόνο μία μέρα για να κατακτήσεις τον κόσμο ολάκερο και είναι αυτή που μόλις ξημέρωσε. Και το πιστεύεις, παλεύεις γι' αυτό με λύσσα και μανία, είναι βλέπεις η γενεσιουργός δύναμη που σε ωθεί, η ροπή για δημιουργία και παραγωγή έργου, το κίνητρο της τάξης και της ισορροπίας των πάντων. Αφού επιμένεις, βάλε και τη θετική επίδραση ενός φωτεινού πρωινού -αν και δεν είναι όλα έτσι- αφού τόσο πολύ, υποστηρίζεις, επηρεάζει την ψυχολογία ο καιρός.

Το βράδυ όλα αλλάζουν. Εσύ αλλάζεις. Πέφτουν οι ρυθμοί, κάτω τα μούτρα, άλλος άνθρωπος. Τα πάντα τα βλέπεις μάταια, η κρίση κι ο φόβος που έχει απελπίσει όλο τον κόσμο άξαφνα καταλαμβάνει κι εσένα, "τι θ' απογίνεις, πού βαδίζεις, στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε" αναρωτιέσαι. Ο χρόνος τώρα μοιάζει να σε αγχώνει, λες και αυτόματα έρχονται στο νου σου όλα εκείνα που δεν πρόλαβες να κάνεις, συνειδητοποιείς πόσο τεράστιος είναι ο κόσμος που δεν κατάφερες να κατακτήσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας και δεν δικαιολογείς γι' αυτό τον εαυτό σου, όντας πάντοτε αυστηρός μαζί του. Ξέρεις όμως πολύ καλά πως αν εκείνη ήταν εδώ να πάρει όλο αυτό το τσουβάλι που φορτώθηκες βραδιάτικα ή έστω να μοιραστεί μαζί σου ένα του κλάσμα, όλα θα ήταν διαφορετικά. Πιο ανάλαφρα, πιο μαλακά, γλυκότερα, στρόγγυλα δίχως αιχμές...

Μην έχοντας κάτι άλλο να κάνεις ή να σκεφτείς, πέφτεις για ύπνο. Καθώς όμως, όπως και παραπάνω ειπώθηκε, υπάρχει κάτι που σε τρώει και σε βασανίζει, το αιώνιο κυνηγητό με το χρόνο που ποτέ δεν κατάλαβες σε τι ωφελεί ενεργοποιείται και τώρα έρχεται η λατρεμένη συντρόφισσα αϋπνία να πλαγιάσει δίπλα σου, τρυφερά σε χαϊδεύει και σου ψιθυρίζει:

"το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή".

Έπειτα από λίγο, ξημερώνει.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Ταμάμ


Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Πιάνο παίζουν ο Γιάννης Παπαδόπουλος και ο Αργύρης Κουνάδης
Η ενορχήστρωση είναι του Μάνου Χατζιδάκι
Από το δίσκο "Το καταραμένο φίδι", 1964

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Κρύο

Τώρα πια, δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς, θα τη δεχτούν την ευχή όσοι ως τώρα την αρνούνταν, καθώς οι καιρικές συνθήκες το επιτάσσουν: καλό χειμώνα το λοιπόν, αφού ήδη και επισήμως διανύουμε την εποχή του φθινοπώρου.

Πολλά υποσχόμενος, καταφθάνει με ειδήσεις ποικίλου περιεχομένου, κάποιοι θα φύγουν ενώ άλλοι θα μείνουν, μερικοί -ελάχιστοι- θα πληρωθούν και ορισμένοι -περισσότεροι- θα συνεχίζουν να πληρώνουν τα σπασμένα, πόσοι θα ντυθούν με το χακί και πόσοι θα παραμείνουν φοιτητές και κάποιοι άλλοι που θα τραβήξουν ένα πιο μοναχικό δρόμο, σχεδόν ασκητικό, όπου θα αναμετρηθούν με την ψυχή τους και το είναι τους, όλοι τους όμως ταξιδεύουν κι αυτό σαν μήνυμα είναι απολύτως ενθαρρυντικό κι ελπιδοφόρο.

Οι φόβοι καταφθάνουν κι αυτοί με τον φουριόζο -καθώς φαίνεται- χειμώνα, έρχονται για να φουλάρουν τους εγκεφάλους με σύγχρονες και ασύγχρονες έγνοιες, τις ψυχές με νευρώσεις και εξαρτήσεις ασθενικές ενώ η πιο κοινή έκφραση όλων αυτών, ευρέως γνωστή και όντας υπό μελέτη τα τελευταία χρόνια σε όλα τα βιο-ψυχολογικά εργαστήρια, το περιβόητο άγχος (ειδικά αυτό που αφορά στο αύριο), κατακλύζει αβίαστα και σχεδόν αυθόρμητα την καθημερινή πραγματικότητα.

Όπως όλα τα πράγματα έχουν δύο οπτικές (να ξεκαθαρίσουμε πως το νόμισμα αποτελεί πλάνη για την παρομοίωση αυτή, αφού έχει τρεις επιφάνειες ως κύλινδρος που θεωρείται, απλά η τρίτη είναι εξαιρετικά μικρή σε σχέση με τις δύο όμοιες), έτσι κι ο μουρτζούφλης, συννεφιασμένος, μουντός, γκρίζος και βαρύς καιρός των τελευταίων ημερών μπορεί να ιδωθεί κι αλλιώς, αρκεί βέβαια να ξέρει κανείς να ερμηνεύει κάποιες συνθήκες και να τις προσαρμόζει στα μέτρα του, ορμώμενος και από μια πηγαία αίσθηση στοιχειώδους αισιοδοξίας που τον χαρακτηρίζει απ' τη γέννησή του.

Η βασικότερη -σε σχέση με τη ζωή- μορφή ενέργειας, άμεσα και έντονα αισθητή απ' το ανθρώπινο είδος, είναι η θερμότητα. Χάρη σ' αυτήν ζούμε και υπάρχουμε, χωρίς αυτήν τα πράγματα θα ζόριζαν ανεπανόρθωτα και εξαιτίας της υπερβολής της (ή μάλλον της δικής μας) κινδυνεύουμε πλέον ορατά. Κι όμως, μία από τις εκφάνσεις της (με τη μορφή της απουσίας της) είναι το βάλσαμο που η ίδια η προβληματική και για πολλούς πεσιμιστική, κακοδιάθετη και αγχωτική εποχή (προβλέπω κι μελαγχολώ/κι άλλο χειμώνα δύσκολο) κουβαλά μαζί της. Είναι η εφαρμογή του Νόμου Δράσης-Αντίδρασης, αν το καλοσκεφτείς, χάρη σ' αυτό αναγκάζονται οι άνθρωποι να 'ρθουν κοντά, μαζεύονται προκειμένου να καλύψουν το ενεργειακό έλλειμμα του κορμιού τους και να ζεσταθούν (τα παλιότερα χρόνια συχνότερα, σήμερα σπανιότερα για ευνόητους λόγους) γύρω από μια εστία που αποτελεί τη δεδομένη στιγμή κοινό τόπο και σημείο αναφοράς για όλους. Γύρω απ' αυτήν συναθροίζονται, συγχρωτίζονται, συζητούν, συλλογίζονται, συνεδριάζουν, συμφωνούν, συναισθάνονται και κάνουν όλα τα συν- που δηλώνουν τη συνεύρεση και τη συντροφικότητα, αυτό που με μια λέξη ονομάζουμε μαζί, παρέα.

Ας είναι λοιπόν ευλογημένο. Προσοχή όμως μην εγκλωβιστούμε, όπως πολύ εύστοχα είχε γράψει σε παλαιότερη ανάρτησή της μια φίλη, "πίσω από απαρχαιωμένες αρχειακές βιβλιοθήκες σε μεγάλες αίθουσες παγερών ωδείων" γιατί τότε θα χρεωθούμε οι ίδιοι την απομόνωσή μας, όπως όλα τα στοιχεία της φύσης, έτσι κι αυτό χρειάζεται σεβασμό και μέτρο, αλλιώς σε νεκρώνει αντί να σε αναγεννά.