Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Φευγιό



Πάντοτε οι τελευταίες μέρες των διακοπών είχαν αυτό το κάτι, θες μια αίσθηση ευχαρίστησης και πληρότητας των στιγμών που περισυνέλλεξες συνοδευόμενη από την απογοήτευση ότι αυτές τελείωσαν, θες που ο καιρός αποκαλόκαιρα γλυκαίνει κι αποκτά χρώμα και μυρωδιά κι ο τόπος μοιάζει στα μάτια σου ένας ονειρεμένος παράδεισος, είναι και ο βιαστικός Σεπτέμβρης που καταφθάνει φουριόζος και σε προδιαθέτει με έγνοιες και άγχητα, άγνωστες για το λεξιλόγιό σου έννοιες εδώ και σχεδόν δυο μήνες, όλο τούτο το σκηνικό έφτιαξε μια γλυκιά μελαγχολία που ταίριαξε απόλυτα με την εικόνα της φύσης και σε έκανε να φύγεις για λίγο, να σηκωθείς ψηλά και να ταξιδέψεις πίσω, στην εποχή της τρυφερότητας και της απαλότητας των πάντων...

Τότε που ήσουν ευτυχισμένος με πολύ λιγότερα, σκέψεις εσώτερες βαριές δεν είχαν καμιά θέση στην ψυχή σου, έγνοιες φορτικές νευρωτικές δεν χωρούσαν μες στο νου σου, η μέρα γέμιζε με τη θάλασσα, την περιπέτεια και την εξερεύνηση -λάτρευες την ιδέα ότι ήσουνα λέει ναυαγός που τον ξέβρασε το κύμα και ανακάλυπτε νέα μέρη, παράξενα φυτά, απολιθωμένα οστά από αλλόκοτα πλάσματα, μπαούλα που σίγουρα έκρυβαν μέσα τους πολύτιμους λίθους και ξεχασμένους θησαυρούς, κάτι ανάμεσα σε πειρατή Μπαρμπαρόσα και περιπατητή Δαρβίνο με μια δόση Γαλάζιας Λίμνης, έτσι για να μην αφήνουμε το ερωτικό στοιχείο στην απέξω- ενώ οι νύχτες είχαν πάντοτε μια ιστορία να σου διηγηθούν από τα περασμένα, οι μεγάλοι θυμόνταν τα δικά τους, "πώς τηνε βγάλαμε καθαρή σε τέθοιες συνθήκες, σ' ένα μιτάτο να κοιμούμεστα καμιά δεκαριά νομάτοι, αδέρφια, ξαδέρφια, γονιοί και παππουδολαλάδες, παρέα με τσι ποντικοί και τσι σκορπιοί, δίχως ρεύμα και νερό, με βότανα και γιατρικά πρωτόγονα αντίς για φάρμακα" απορούσαν, τα καλαμπούρια και τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν κι η βραδινή κουβέρτα στην αυλή είχε γίνει θεσμός κάτω απ' τον φορτωμένο σαν πολυέλαιο ουρανό, με πάπλωμα έμοιαζε που σε σκέπαζε ζεστά λίγο πριν ο Μορφέας σε τυλίξει στις φτερούγες του...

Ένα σακί γεμάτο εικόνες και αισθήσεις μάζεψες κι εφέτος.

Πήρες μια καλή γεύση από τα ξένα, το ταξίδι ξεκίνησε απ' το Βορρά. Σαν σκηνικό βγαλμένο από παραμύθι, μια φύση αλλιώτικη, πληθωρική και γενναιόδωρη, συγχρόνως όμως άοσμη και κρύα. Πόσο καλά ήταν στερεωμένος ο κόσμος εκεί πάνω, απόρησες. Λες κι ένας άλλος θεός, εκείνος της τακτοποίησης και της ισορροπίας να είχε βάλει το χέρι του κι ήταν όλα στη σωστή τους θέση και σειρά. Κι όσο αλλιώτικη ήταν η φύση, τόσο κι οι άνθρωποι θαρρούσες πως ήταν απ' αλλού φερμένοι, με μέτρο και σπουδή η κάθε τους κίνηση, σαν εκπαιδευμένα με πειθαρχία στρατιωτάκια, τίποτε δεν ξέφευγε από το πρόγραμμα και την προσχεδιασμένη ροή των πραγμάτων.

Κι ύστερα τράβηξες κατά το Νότο. Γνώριμοι τόποι· μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Κι έφτιαξες την Ελλάδα, λέει ο ποιητής. Κι όμως, δεν είναι αρκετά αυτά. Είναι το άκουσμα, η αρχέγονη κραυγή που συντονίζει τα κορμιά και τις ψυχές, ο ήχος του ξύλου που κουνάει κάτι από το μέσα σου, κάπου εκεί πρέπει να είναι που ο έρωτας γεννιέται. Κι έτσι συμπληρώνεται το παζλ.

Επιστροφή. Νέτη, σκέτη, βαριά, ακαριαία και απότομη, σαν άγαρμπη προσγείωση. Έτσι ήταν πάντα, σήμα κατατεθέν του τέλους της ξεγνοιασιάς και της έναρξης του νέου βιορυθμού, πιο γνώριμου στη συνήθεια, πιο παρανοϊκού και ξένου για την ανθρώπινη φύση. Ο χειμώνας φαντάζει ακόμα μακρινός, όχι και τόσο ρόδινος, οι προκλήσεις είναι για τους δυνατούς. Οι φίλοι κι οι δικοί αραιώνουν επικίνδυνα, το φευγιό μοιάζει σιγά σιγά ανάγκη επιτακτική, "πατρίδα σου η κάθε πατρίδα, πολίτες του κόσμου είμαστε όλοι" ηχούν τα παγκοσμιοποιημένα προστάγματα στ' αυτιά σου σαν εμβατήρια οπισθοχώρησης. Κι από την άλλη, ο ποιητής σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, ν' αναμετρηθείς σε θέλει με τους φόβους και τις αδυναμίες σου, η φυγή είναι δειλία.

Είπες: "Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ' αυτή.
Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κι είν' η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στο μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα."

Καινούργιους τόπους δε θα βρεις, δε θαβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί, στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην ίδια πόλη αυτή θα φτάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που η ζωή σου ρήμαξε εδώ
στην κώχη τούτη τη μικρή, σ' όλη τη γη τη χάλασες.

"Η Πόλις", Κ.Π.Καβάφης