Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ζόρικο μπουγάζι





Όλη η ζωή σου μια θάλασσα.

Τα 'χεις ξαναγράψει αυτά.

Πότε ανταριασμένη, πότε μπουνατσαρισμένη, με χρώματα άλλοτε γκρίζα και μουντά κι άλλοτε γαλάζια και αστραφτερά.
Εσύ είσαι ο καπετάνιος.

Ναι ναι, τα ξέρουμε, μας έπρηξες πια με τα ναυτικά απωθημένα σου. Γιατί δε ρήμαζες να μπεις στην εμποροπλοιάρχων να ησυχάσουμε κι εμείς κι εσύ δεν καταλαβαίνω, απ' το πρωί ως το βράδυ απάνω σ' έναν ωκεανό θα σέρφαρες (κι όχι στο διαδίκτυο να χαζεύεις διαρκώς το http://www.marinetraffic.com/ais/gr/default.aspx), τον ήλιο θα παρακολουθούσες ολημερίς απ' τη θάλασσα να ξεμυτίζει και σε κείνη πάλι να βουτά, λιμάνια λογιών λογιών θα 'πιανες, με εικόνες και στιγμές μοναδικές θα γέμιζες, εμπειρίες ανεπανάληπτες θα 'χες να διηγείσαι στους φίλους σου κι αργότερα στα παιδόγγονά σου...

Το υγρό στοιχείο όμως δεν είναι ένας απέραντος ωκεανός που οι επιμέρους θάλασσες και τα ακόμη μικρότερα πελάγη ενώνονται και συνυπάρχουν αρμονικά και ήσυχα. Τότε θα ήταν μια πελώρια πισίνα. Θεριό είναι ανήμερο και δύστροπο και για να μεταβείς απ' το ένα γεωγραφικό σημείο στο άλλο θα συναντήσεις περάσματα όπου ο Αίολος κι ο Ποσειδώνας έχουνε στήσει γλέντι απ' τα προανθρώπινα και προϊστορικά χρόνια.

Η ανοιχτή θάλασσα είναι προβλέψιμη, βλέπεις τον καιρό που κατεβαίνει στρωτός κι ευθύς, ξέρεις πώς να τόνε ταξιδέψεις, βάζεις την πλώρη απάνω ή αν έχεις φάρδος τον παίρνεις "α λα μπάντα" που λέμε ή, αν είναι από πίσω, τόσο το καλύτερο, "πίσω καιρός, μισό λιμάνι" λέγανε οι παλαιοί. Μα αν πρέπει μπουγάζι να διαβείς για να φτάσεις εκεί που θες, τότε τα πράγματα είναι αλλιώς, ύπουλες δίνες και ρεύματα ατίθασα σε κυκλώνουν, το βαπόρι κλυδωνίζεται άγαρμπα κι οι αποκλίσεις από τη θέση ισορροπίας γίνονται πιο απότομες και μεγαλύτερες από πριν. Τώρα δεν προβλέπεις, πας με τη διαίσθηση και αυτή είναι άτιμη, ή σε βγάζει ασπροπρόσωπο ως το τέρμα ή λίγο πριν να ξεθυμάνει το μπουγάζι, σε προδίδει.

Όπως οι θάλασσες, έτσι κι οι ζωές. Το πέρασμα απ' τον ένα χρόνο στον άλλο σαν δύσβατο θαλάσσιο μονοπάτι φαντάζει που πρέπει να το διαβείς και να βγεις νικητής. Όχι, δεν είναι ο χρόνος που φορτώνεσαι μέσα σε μια στιγμή ούτε κάποια θετική ή αρνητική αποτίμηση της χρονιάς που πέρασε σε επηρεάζει. Είναι οι μέρες που έχουν αυτό το κάτι, που δεν μπορείς να ονοματίσεις, ανεξήγητο το λες, λίγη τσαντίλα, λίγος εκνευρισμός, λίγη μελαγχολία, λίγο απ' όλα δηλαδή αλλά και πολλή αγωνία, πολλή αβεβαιότητα, άγχος είπαμε το λέμε ψυχιατρικώς και ξέρει πια και η κυρά-Κατίνα της γειτονιάς πως τα πράγματα είναι δύσκολα, τα χειρότερα έρχονται και, και, και, ..., κι άλλη απελπισία, κι άλλη τρομοκρατία και δεν έχει τελειωμό αυτό το πανηγύρι.

Έτσι κι εσύ, θες επειδή το κάνουν οι πολλοί, θες από κεκτημένη ταχύτητα, αγχώνεσαι. Όχι για το αύριο. Για το σήμερα. Για το τώρα. Το ζήτημα δεν είναι πώς θα είσαι και τι επίπεδο ζωής θα έχεις τη νέα χρονιά που έρχεται και όλες εκείνες που ακολουθούν. Αναρωτιέσαι: ζεις; Τώρα, όχι την επόμενη στιγμή. Κι ας έχουμε 2011 όταν θα ΄ρθει αυτή.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

...με τους ήχους των παλιών καιρών



Κι αν κάποτε ο δρόμος ή ο χρόνος σε φέρει στο Αιγαίο, στάσου με τους αγκώνες σου στην κουπαστή κι αγνάντευε... Μικρά σκόρπια διαμάντια θ' αγγίξεις με το βλέμμα σου, όλα τους διαφορετικά και ιδιόρρυθμα, άλλο ομαλό, με χαμηλά υψόμετρα, ευθείες και επίπεδα κι άλλο πιότερο απότομο, με γκρεμνά και αιχμηρές κορυφογραμμές με ακανόνιστα σχήματα, εκείνο καταπράσινο και εύφορο μα το πέρα ξερό, γυμνό και άγονο καλά καλά, όλα τους ωστόσο δημιουργούν ένα μωσαϊκό πολιτισμών χαμένων στα βάθη της ιστορίας που σε προκαλεί να το ψηλαφήσεις, να το θωπεύσεις, να το γευτείς, να το διαβείς για να ...χαθείς.

Κι αφού ανάμεσα πελάγου βρεθείς και ξανοιχτείς, θ' ακούσεις τις Σειρήνες να σε προσκαλούν σ' ένα ταξίδι ήχων μαγικό. Και τότε θα πρέπει να ξεχάσεις όλα εκείνα που σε μάθανε σαν ήσουνα μικρός, οι ναύτες σε τούτο το βαπόρι δεν έχουνε βουλωμένα τ' αυτιά τους με κερί κι ούτε ο Οδυσσέας είναι δεμένος στο κατάρτι για να μην παρασυρθεί από τις σαγηνευτικές ψαλμωδίες που τραγουδούν οι γυναίκειες θεότητες. Ξύλο έχει στα χέρια του και πλέκει μουσικές κραυγές καιρών αλλοτινών.

Κι αν νομίζεις πως τα παραμύθια που σου διδάξανε σαν ήσουνα παιδί τελειώσανε εδώ, πλανάσαι πλάνην οικτράν. Με μιαν αστραπιαία κίνηση πιάνει και κορντίζει το ξύλο ο Οδυσσέας, βγάνουνε κι οι συντρόφοι του τα ξύλα τα δικά τους και γλέντι τρικούβερτο στήνεται στο βαπόρι. Και καθώς οι αρχέγονοι ρυθμοί σμίγουν με τις γλυκότερες μελωδίες που άκουσες ποτέ σου, τότε είναι που συμβαίνει το απροσδόκητο: γοητεύονται οι Σειρήνες απ' το διονύσιο άκουσμα που βγάλανε ναύτες και καπετάνιος και τόσο πολύ μαγεύονται που τα φτερά τους σπάζουνε κι οι ίδιες προσγειώνονται και μ' ένα σάλτο βρίσκονται στην κουβέρτα να ακλουθάνε τους ναύτες στο χορό. Και τώρα σειρά είναι των θνητών ν' αρπάξουν τα φτερά κι έτσι χορεύοντας, τραγουδώντας και με την ψυχή μερακλωμένη, ν' ανέβουνε ψηλά να προσελκύσουνε αγγέλους και δαιμόνους κι όλοι μαζί να γίνουν ένα σε τούτη την πανήγυρη...

Κι αν πίστεψες πως το ταξίδι έφτασε στον τελειωμό του, αχ, δεν κατάλαβες ως φαίνεται πως μόλις που αρχίνηξε. Γιατί αγαπητέ μου -δεν το ήξερες;- Ιθάκη δεν υπάρχει! Γι' αυτό και λέει ο κόσμος όλος πως το ταξίδι είναι που φελά κι όχι ο προορισμός. Κάμε τα καλά σου το λοιπόν κι εσύ, φχαριστήσου το κι απόλαυσέ το ως το τέρμα!

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

On board




-Τι γίνεται πίσω ύπαρχε, δεν έχει τέλος τ' αποψινό νταλικομάνι; ακούστηκε να βογκά γκρινιασμένη η ασύρματη ενδοεπικοινωνία.
-Τώρα μπαίνει η τελευταία ρυμούλκα αφεντικό, α να, καταφτάνει κι ένας επιβάτης-οδηγός της τελευταίας στιγμής τρεχάτος, και φύγαμε, απάντησε η άλλη πλευρά. Μόλα όλα, πρόσταξε, κι οι κάβοι σαν πλοκάμια σε καταστολή μαλάκωσαν, διευκολύνοντας το έργο των καβοδετών-καβολυτών εν προκειμένω.
-Πρόσω αργά η αριστερή, διέταξε σιγανά η ασύρματη ενδοεπικοινωνία και το βαπόρι αργόσυρτα και βαριεστημένα στην αρχή, πιο ζωντανά στη συνέχεια, ξεκόλλησε απ' τον ντόκο κι έβαλε στόχο την μπούκα του μεγάλου λιμανιού.

Δεν ήτανε δα και το πρώτο του ταξίδι, το βαπόρι το γνώριζε πολύ καλά, καλύτερα απ' το σπίτι του που σπάνια επισκεπτόταν τελευταία, το φορτίο αρκετά συνηθισμένο, φορτηγά και νταλίκιες κάθε τύπου, ψυγεία, ημιφορτηγά, τριαξονικά, βυτιοφόρα, φορτωμένα με καλούδια όλων των ειδών, οπωροκηπευτικά, κρέατα, μάρμαρα, ξύλα και πετρέλαια, το δρομολόγιο με κλειστά μάτια το κατάφερνε που λέμε, είχε κυριολεκτικά οργώσει τις θάλασσες ετούτες, γνώριζε κάθε πέρασμα απ' την καλή κι απ' την ανάποδη, "μύριζε" τον καιρό που κατέβαινε, αγαπούσε και μισούσε το ίδιο θανάσιμα τα μπουγάζια που σφαλιαρίζανε το πρόσωπό του κάθε φορά που έβγαινε για ν' αγναντέψει στη βαρδιόλα και έγλειφε με την ίδια πάντα αίσθηση απόλαυσης τα αρμυριασμένα χείλη του.

Τι ήτανε διαφορετικό σε τούτο το μπάρκο που το έκανε να δείχνει ξεχωριστό; Μια διττή και μπερδεμένη αίσθηση ευτυχοδυστυχίας, χαρμολύπης, ελπιδομαυρίλας, αν ήταν χρώμα θα ήταν πράσινο μαζί με μωβ. Απ' τη μια ήταν η μοναξιά κι η ερημιά του, τα πράγματα με την οικογένεια δεν πήγαιναν καθόλου καλά στη στεριά, δύσκολο κι ακατανόητο το επάγγελμα του ναυτικού θα πεις, όλες οι πλευρές το 'χουνε το δίκιο τους. Από την άλλη όμως, ήτανε πρώτη φορά στη ναυτική ζωή του που για κάποιο λόγο είχε ορκιστεί να το ζήσει το ταξίδι αυτό. Θες που ήτανε στενεμένος ψυχικά και οικονομικά -του 'χε βάλει το μαχαίρι στο λαιμό η σκύλα, "ή σκας τη διατροφή στην ώρα της ή δεν τα ξαναβλέπεις τα μικρά" του ξηγήθηκε προχτές- και το 'χε ανάγκη να ξεδώσει, να διαφύγει σα δραπέτης από τα σίδερα μιας πιεστικής και στενόχωρης πραγματικότητας, θες η σκέψη κι η θύμηση εκείνης που ερχόταν στο νου του κάθε φορά που πατούσε το πόδι του στο βαπόρι και τον γαλήνευε, τον ηρεμούσε, τον ζέσταινε, τον γλύκαινε, τον ταξίδευε στ' αλήθεια, ψυχή τε και πνεύματι τε και σώματι. Ναι ναι, και σώματι, καθώς συνέπεφτε η εικόνα κι η ανάμνησή της να εμφανίζονται στα μάτια του μόλις ερχότανε σε επαφή με το υγρό στοιχείο -πώς να ξεχωρίσεις δυο τόσο έντονα όμοιες γυναίκειες υπάρξεις, στην αγκαλιά είτε της μιας είτε της άλλης, ένα και το αυτό.

Αυτές οι σκέψεις τον συντρόφευαν κάποιο αχάραγο πρωινό που τον βρήκε να κάνει βάρδια στη γέφυρα. Ήτανε η αγαπημένη του, 4:00-8:00, μια και απολάμβανε όλο το ηλιόβγαλμα και το αγουροξύπνημα της ημέρας παρέα με ζεστό καφεδάκι και τον τιμονιέρη να κουτουλάει από τη νύστα. Κοιτάζοντας ίσια μπροστά τον πορτοκαλή ήλιο που έσκαγε μύτη την ώρα εκείνη απάνω στο κοράκι, θυμήθηκε και πήρε θάρρος, ώσπου να σκαντζάρει, από τα λόγια του ποιητή:

"Στην πλώρη αυτή κατάστρεψα τον ήρεμο εαυτό μου
και σκότωσα την τρυφερή, παιδιάτικη ψυχή
όμως ποτέ δε μ' άφησε το επίμονο όνειρό μου
και πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει όταν αχεί."

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Προσκύνημα


Βγήκε απ' τ' αμάξι τουρτουρίζοντας. Ήταν απ' το πρωί συναχωμένος, "ντουμπάκι" που λένε στο χωριό του, το απογευματινό αγιάζι του Οκτώβρη τού έγδερνε το πρόσωπο και, διαπερνώντας το παλτό του, στροβίλιζε απαλά μα ύπουλα γύρω απ' τα πλευρά και το στέρνο.

Της είχε κάνει απ' το πρωί παραγγελιά πως ήθελε να πάει να προσκυνήσει. Κοντοζύγωνε βλέπεις το μνημόσυνο κι αισθανόταν χρέος του να τιμήσει τ' αθάνατο και λεύτερο πνεύμα που τον συντρόφευε τις ώρες της απελπισίας, τον νουθετούσε όταν κυριευόταν από αμφιβολία και τον καθοδηγούσε δείχνοντας το δύσκολο, ανηφορικό και μαρτυρικό δρόμο της σταύρωσης.

Κι όμως, δεν ήτανε μονάχα το κρύο που τον έκανε να ανατριχιάζει και σύγκορμος να τρέμει. Ήταν η πρώτη του πατησιά στα ιερά χώματα, το βάφτισμα που λένε, κι η σκέψη πως η γης ετούτη που δρασκέλιζε ανέθρεψε το πνεύμα εκείνο τού προκαλούσε ρίγος και δέος.

Ανέβηκε αργά τα σκαλοπάτια και περπάτησε με σεβασμό το μονοπάτι που κατέληγε στο μνήμα. Τώρα στεκόταν αντίκρυ του με τα χέρια μαζεμένα προς τα μέσα να του αγκαλιάζουν το εκτεθειμένο στέρνο.

Κι όμως, δεν ήτανε τα χέρια που ζέσταιναν τώρα την ψυχή του -αυτά ούτε το κορμί του δεν κατόρθωναν να θερμάνουν. Ήταν η αύρα και το φως που ανάβλυζε από το ύψωμα εκείνο και πλημμύριζε τον περιβάλλοντα χώρο, διαχέοντας μια αίσθηση ιερότητας που καμιά ψαλμωδία και κανένα θυμίαμα δεν μπορεί να προσεγγίσει.

Πέρασε η ώρα κι έπρεπε να προλάβει το βαπόρι για το ταξίδι της επιστροφής. Φεύγοντας αναρωτήθηκε τα λόγια του μεγάλου στοχαστή: είχε απαλλαχτεί από φόβους κι ελπίδες, ήταν λεύτερος; Δεν ήταν καθόλου βέβαιος για την απάντηση.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

"Ξημερώνει" [σε tempo 2/2]



Είναι σαν να είσαι κομμένος στα δυο. Όχι ένας, όχι μία κατάσταση, όχι μία αύρα ούτε μία ενέργεια αλλά δύο διακριτές κι εντελώς διαφορετικές.

Με το ξύπνημα της ημέρας τα πάντα είναι όμορφα, σε πλημμυρίζει μια όρεξη, μια διάθεση για όλα, θαρρείς πως αρκεί μόνο μία μέρα για να κατακτήσεις τον κόσμο ολάκερο και είναι αυτή που μόλις ξημέρωσε. Και το πιστεύεις, παλεύεις γι' αυτό με λύσσα και μανία, είναι βλέπεις η γενεσιουργός δύναμη που σε ωθεί, η ροπή για δημιουργία και παραγωγή έργου, το κίνητρο της τάξης και της ισορροπίας των πάντων. Αφού επιμένεις, βάλε και τη θετική επίδραση ενός φωτεινού πρωινού -αν και δεν είναι όλα έτσι- αφού τόσο πολύ, υποστηρίζεις, επηρεάζει την ψυχολογία ο καιρός.

Το βράδυ όλα αλλάζουν. Εσύ αλλάζεις. Πέφτουν οι ρυθμοί, κάτω τα μούτρα, άλλος άνθρωπος. Τα πάντα τα βλέπεις μάταια, η κρίση κι ο φόβος που έχει απελπίσει όλο τον κόσμο άξαφνα καταλαμβάνει κι εσένα, "τι θ' απογίνεις, πού βαδίζεις, στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε" αναρωτιέσαι. Ο χρόνος τώρα μοιάζει να σε αγχώνει, λες και αυτόματα έρχονται στο νου σου όλα εκείνα που δεν πρόλαβες να κάνεις, συνειδητοποιείς πόσο τεράστιος είναι ο κόσμος που δεν κατάφερες να κατακτήσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας και δεν δικαιολογείς γι' αυτό τον εαυτό σου, όντας πάντοτε αυστηρός μαζί του. Ξέρεις όμως πολύ καλά πως αν εκείνη ήταν εδώ να πάρει όλο αυτό το τσουβάλι που φορτώθηκες βραδιάτικα ή έστω να μοιραστεί μαζί σου ένα του κλάσμα, όλα θα ήταν διαφορετικά. Πιο ανάλαφρα, πιο μαλακά, γλυκότερα, στρόγγυλα δίχως αιχμές...

Μην έχοντας κάτι άλλο να κάνεις ή να σκεφτείς, πέφτεις για ύπνο. Καθώς όμως, όπως και παραπάνω ειπώθηκε, υπάρχει κάτι που σε τρώει και σε βασανίζει, το αιώνιο κυνηγητό με το χρόνο που ποτέ δεν κατάλαβες σε τι ωφελεί ενεργοποιείται και τώρα έρχεται η λατρεμένη συντρόφισσα αϋπνία να πλαγιάσει δίπλα σου, τρυφερά σε χαϊδεύει και σου ψιθυρίζει:

"το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή".

Έπειτα από λίγο, ξημερώνει.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Ταμάμ


Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Πιάνο παίζουν ο Γιάννης Παπαδόπουλος και ο Αργύρης Κουνάδης
Η ενορχήστρωση είναι του Μάνου Χατζιδάκι
Από το δίσκο "Το καταραμένο φίδι", 1964

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Κρύο

Τώρα πια, δεν μπορούν να κάνουν κι αλλιώς, θα τη δεχτούν την ευχή όσοι ως τώρα την αρνούνταν, καθώς οι καιρικές συνθήκες το επιτάσσουν: καλό χειμώνα το λοιπόν, αφού ήδη και επισήμως διανύουμε την εποχή του φθινοπώρου.

Πολλά υποσχόμενος, καταφθάνει με ειδήσεις ποικίλου περιεχομένου, κάποιοι θα φύγουν ενώ άλλοι θα μείνουν, μερικοί -ελάχιστοι- θα πληρωθούν και ορισμένοι -περισσότεροι- θα συνεχίζουν να πληρώνουν τα σπασμένα, πόσοι θα ντυθούν με το χακί και πόσοι θα παραμείνουν φοιτητές και κάποιοι άλλοι που θα τραβήξουν ένα πιο μοναχικό δρόμο, σχεδόν ασκητικό, όπου θα αναμετρηθούν με την ψυχή τους και το είναι τους, όλοι τους όμως ταξιδεύουν κι αυτό σαν μήνυμα είναι απολύτως ενθαρρυντικό κι ελπιδοφόρο.

Οι φόβοι καταφθάνουν κι αυτοί με τον φουριόζο -καθώς φαίνεται- χειμώνα, έρχονται για να φουλάρουν τους εγκεφάλους με σύγχρονες και ασύγχρονες έγνοιες, τις ψυχές με νευρώσεις και εξαρτήσεις ασθενικές ενώ η πιο κοινή έκφραση όλων αυτών, ευρέως γνωστή και όντας υπό μελέτη τα τελευταία χρόνια σε όλα τα βιο-ψυχολογικά εργαστήρια, το περιβόητο άγχος (ειδικά αυτό που αφορά στο αύριο), κατακλύζει αβίαστα και σχεδόν αυθόρμητα την καθημερινή πραγματικότητα.

Όπως όλα τα πράγματα έχουν δύο οπτικές (να ξεκαθαρίσουμε πως το νόμισμα αποτελεί πλάνη για την παρομοίωση αυτή, αφού έχει τρεις επιφάνειες ως κύλινδρος που θεωρείται, απλά η τρίτη είναι εξαιρετικά μικρή σε σχέση με τις δύο όμοιες), έτσι κι ο μουρτζούφλης, συννεφιασμένος, μουντός, γκρίζος και βαρύς καιρός των τελευταίων ημερών μπορεί να ιδωθεί κι αλλιώς, αρκεί βέβαια να ξέρει κανείς να ερμηνεύει κάποιες συνθήκες και να τις προσαρμόζει στα μέτρα του, ορμώμενος και από μια πηγαία αίσθηση στοιχειώδους αισιοδοξίας που τον χαρακτηρίζει απ' τη γέννησή του.

Η βασικότερη -σε σχέση με τη ζωή- μορφή ενέργειας, άμεσα και έντονα αισθητή απ' το ανθρώπινο είδος, είναι η θερμότητα. Χάρη σ' αυτήν ζούμε και υπάρχουμε, χωρίς αυτήν τα πράγματα θα ζόριζαν ανεπανόρθωτα και εξαιτίας της υπερβολής της (ή μάλλον της δικής μας) κινδυνεύουμε πλέον ορατά. Κι όμως, μία από τις εκφάνσεις της (με τη μορφή της απουσίας της) είναι το βάλσαμο που η ίδια η προβληματική και για πολλούς πεσιμιστική, κακοδιάθετη και αγχωτική εποχή (προβλέπω κι μελαγχολώ/κι άλλο χειμώνα δύσκολο) κουβαλά μαζί της. Είναι η εφαρμογή του Νόμου Δράσης-Αντίδρασης, αν το καλοσκεφτείς, χάρη σ' αυτό αναγκάζονται οι άνθρωποι να 'ρθουν κοντά, μαζεύονται προκειμένου να καλύψουν το ενεργειακό έλλειμμα του κορμιού τους και να ζεσταθούν (τα παλιότερα χρόνια συχνότερα, σήμερα σπανιότερα για ευνόητους λόγους) γύρω από μια εστία που αποτελεί τη δεδομένη στιγμή κοινό τόπο και σημείο αναφοράς για όλους. Γύρω απ' αυτήν συναθροίζονται, συγχρωτίζονται, συζητούν, συλλογίζονται, συνεδριάζουν, συμφωνούν, συναισθάνονται και κάνουν όλα τα συν- που δηλώνουν τη συνεύρεση και τη συντροφικότητα, αυτό που με μια λέξη ονομάζουμε μαζί, παρέα.

Ας είναι λοιπόν ευλογημένο. Προσοχή όμως μην εγκλωβιστούμε, όπως πολύ εύστοχα είχε γράψει σε παλαιότερη ανάρτησή της μια φίλη, "πίσω από απαρχαιωμένες αρχειακές βιβλιοθήκες σε μεγάλες αίθουσες παγερών ωδείων" γιατί τότε θα χρεωθούμε οι ίδιοι την απομόνωσή μας, όπως όλα τα στοιχεία της φύσης, έτσι κι αυτό χρειάζεται σεβασμό και μέτρο, αλλιώς σε νεκρώνει αντί να σε αναγεννά.


Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Φθινόπωρο;




Δεν ξέρω, είναι εδώ; Μπερδεμένη αυτή η εποχή κι αναποφάσιστη, μια ζωή έτσι ήταν. Δουλεύουν πολλά από κάτω, είναι βλέπεις η νέα σεζόν που έρχεται σιγά σιγά και σε προετοιμάζει για καινούρια μπάρκα κι εξωτικούς προορισμούς, είναι το μηδέν και το ένα που παίζουν κι εναλλάσσονται συνεχώς, πότε δίνουν το τίποτα και πότε γεννούν το δύο, είναι κι η άτιμη εξεταστική, άκρως μοναχική και έγκλειστη κατάσταση, το τίποτα απογειώνεται κι εκτοξεύεται στο άπειρο.

Μονάχα εσύ φωτίζεις το γκρίζο από το σούρουπο μονοπάτι, τρεμουλιαστά αλλά πεισματικά, κάθε βράδυ πιστή στο ραντεβού σου, λίγο πριν το ρηχό, βουτηγμένο στην υπερένταση ύπνο, εκεί στο μεταίχμιο ύπνου -ξύπνιου, εκεί ακριβώς υπάρχεις. Το ξέρω πως κάπου στο βάθος θα σε βρω, γι' αυτό θα συνεχίσω να σε ψάχνω. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο δυναμώνει αυτή η πίστη, τα όνειρα είναι σημάδια που καθοδηγούν, η μορφή σου ολοένα και καλοσχηματίζεται κι έτσι το ταξίδι αποκτά σάρκα και οστά, αργά αλλά αποφασιστικά και στέρεα, κι ας νομίζεις πως έχουμε δρόμο ακόμα ώσπου να πιάσουμε λιμάνι.

Γιατί, όπως και να 'ναι το βλέμμα σου, ό,τι εποχή και να σε λούζει, ένα είναι βέβαιο: χρώμα, άρωμα και χάδι είναι ήδη κατάλληλα πλεγμένα, με αρμύρα αγιασμένα κι απολύτως ταιριαστά. Μονάχα η πραγματικότητα εκλείπει, άτιμο φθινόπωρο.

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Λί(γ)ες μέρες επομείνα/νε του πιο ωραίου μήνα






Μπόλικες οι φουρτούνες και του φετινού καλοκαιριού, λύσσαξε για άλλη μια φορά ο βοριάς κι έβαλε τα μελτέμια να οργώσουν και πάλι την απέραντη θαλάσσια έκταση, το σκαμπανέβασμα ήταν εξαιρετικά έντονο, το μπότζι (ή αλλιώς διατοιχισμός όπως λέγεται στην επίσημη ναυτική ορολογία το άγαρμπο κούνημα που προκαλούν οι πλάγιοι σε σχέση με την πορεία του πλοίου άνεμοι) όπως πάντα απότομο και κουραστικό κι εσύ, ακουμπώντας τους αγκώνες σου στην κουπαστή, παρατηρούσες διαρκώς τα σημάδια που επιβεβαίωναν για πολλοστή φορά το δρομολόγιο-κρουαζιέρα, απ' τις κάβο-κολώνες και το μακρονήσι στο στενό Τζιας-Κύθνου ή Κύθνου-Σερίφου (ανάλογα με τις ορέξεις σου), περνώντας το Πιπέρι και τη Σερφοπούλα ως την Παροναξία κι ακόμα παρακάτω, Αστυπαλιά και Κάλυμνο, μέχρι τον τελευταίο παράδεισο του Αιγαίου...

Θες η διάρκεια του φετινού ταξιδιού που επιμηκύνθηκε, θες οι προορισμοί που ήταν περισσότεροι και πιο εξωτικοί (στη φαντασία σου πάντα), ο συνοδοιπόρος καθ' όλο το ταξίδι ήλιος που ερωτοτροπούσε αδιάλειπτα με την πλανεύτρα θάλασσα, η μαγεία του ίδιου του υγρού στοιχείου, όλα συνηγόρησαν στη καλοκαιρινή ραστώνη και χαλάρωση, πραγματικές διακοπές από αστικούς ρυθμούς και ψυχικά στενέματα εξεταστικού ή άλλου τύπου.

Ναι, έτσι έγινε. Φτερά έβγαλε η ψυχή και πέταξε για τόπους αλλοτινούς, δρασκέλισε βουνά και λαγκάδια, ανέβηκε και κατέβηκε πολλές φορές τα παλιά μονοπάτια μήπως και βρει εκεί κάποιο σημάδι να την οδηγήσει, δροσίστηκε με τ' Αγιώτικο νερό, σηκώθηκε ευθύς για να χορέψει, τραγούδησε τον αγαπημένο της σκοπό, ερωτεύτηκε κι ύστερα, αφού πρώτα συνομίλησε με το θεό του φωτός, έσβησε τον πόθο της στο μισοτελειωμένο ιερό, πάλεψε με τα κύματα και γεύτηκε την αρμύρα και, εξουθενωμένη καθώς ήταν από μια τόσο γεμάτη μα και κοπιαστική συνάμα μέρα, ξεπέζεψε τ' άλογό της και ξάπλωσε στο πεζούλι να ξαποστάσει, βράδυ ήταν πια κι ο ουράνιος θόλος με τ' αμέτρητα, καρφιτσωμένα πάνω του, αστέρια τής έγνεψε τρυφερά να πάει για ύπνο, όμορφα όνειρα την περίμεναν...

Το ταξίδι φτάνει σιγά σιγά στο τέλος του, το βαπόρι οδεύει κατά τον προορισμό του, τερματικός είναι ο σταθμός, Σκατόπολη. Επιστρέφεις φορτωμένος εικόνες, ήχους και μυρωδιές που, σαν τους καρπούς της γης, αύριο θα ζυμωθούν και θα ανταποδώσουν τις γλυκότερες αναμνήσεις. Κι όμως, αν κι είναι ακόμη μακριά πολύ, φαντάζει ζόρικος (κι) ο φετινός χειμώνας.

Τέλος οι σκέψεις, μαζεύεις τα υπάρχοντα και τις αποσκευές σου, λίγα λεπτά απόμειναν για την αποβίβαση, τελευταία δεξιά στροφή και το βαπόρι αργόσυρτα και βαριεστημένα διασχίζει την μπούκα του λιμανιού. Κάποιος σε περιμένει στην προβλήτα και σε χαιρετά από μακριά καθώς κατεβαίνεις. Ναι, για σένα είναι, ήρθε να σε υποδεχτεί και να σε παραλάβει.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Το φεγγάρι να σερβίρεις, σε ποτήρι να το πιεις / της γιαγιάς τα παραμύθια τραγουδάς και νοσταλγείς



"...μην κλαις μικρή μου και πληγές ανοίγεις μου στα στήθη
εμείς οι δυο θα κάμομε τον κόσμο παραμύθι..."

Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Στου βούρκου μέσα τα νερά, ποιά γλώσσα μου μιλάνε, αυτοί που μου ζητάνε, να χαμηλώσω τα φτερά...


Οργή και θυμός. Προδοσία, για άλλη μια φορά. Το άδικο κρατεί και βασιλεύει ενώ το μέλλον υποθηκεύεται ξανά στα ξένα χέρια. Τρόμος και φόβος διασκορπίζεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Η κατάσταση έχει αρχίζει και στενεύει επικίνδυνα. Γιατί κατάφεραν να στενέψουν όσο δεν πάει το πνεύμα του ανθρώπου. Τόσο που και η κοινή λογική να θεωρείται υπερβολή, ρομαντισμός ή επιστημονική φαντασία. Αυτό είναι που κάποιοι αποκαλούσαν πρόοδο, εξέλιξη και εκσυγχρονισμό: είναι η αβεβαιότητα, η αμφιβολία και η τρομολαγνεία ως απότοκοι του νεοταξικού "πολιτισμού" μας.

Ε όχι. Εγώ λοιπόν δεν τους καταλαβαίνω. Αδυνατώ να εκλογικεύσω το παράλογο, το παρανοϊκό, το διαστροφικό. Αρνούμαι να καταπιώ την πλήρη κατάρρευση του δικαίου. Γιατί άλλα μου δίδαξαν οι προπάτορές μου και άλλος είναι ο κόσμος που ονειρεύτηκα. Και έχω πίστη τόσο στους δασκάλους μου όσο και στα όνειρά μου.

"Μια αμπρουστιάδα (σημαίνει: μικρό δωματιάκι) στην παλιόμαντρα, στην Αγιά, αξίζει περισσότερο από ολόκληρη την Αθήνα". Άραγε θα 'ρθει καιρός που θα αποτελεί σοφία και προνόμιο η αντίληψη αυτή;

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Όταν η Κυριακή είναι του Θωμά


Έχω μια φίλη που σιχαίνεται τις Κυριακές. Βρίσκει πως η Κυριακή είναι η πιο μελαγχολική ημέρα της εβδομάδας. Πως από την ώρα που θα ξημερώσει, ώσπου να βραδιάσει, η μέρα αυτή είναι βαριά, ενίοτε συννεφιασμένη μα πάντοτε χλωμή και πως κυλά πιο αργά και πιο βασανιστικά από κάθε άλλη μέρα. Πως όλα τα στραβά, τα μαύρα και τ' ανάποδα που έχει ένας άνθρωπος, όλη η στριμάδα, η ξινίλα κι η κακοκεφιά που μπορεί να διαθέτει, βρίσκουν το πιο γόνιμο έδαφος για να εκδηλωθούν κατά τη διάρκεια αυτής της ημέρας. Πως, αν οι ημέρες της εβδομάδας είχαν χρώμα, η Κυριακή θα ήταν σίγουρα μωβ μαζί με γκρι κι ακόμη, ότι οι πιο ανεπιθύμητες σκέψεις και αναμνήσεις, διψούν να ξημερώσει η Κυριακή για να στήσουν πανηγύρι και ν' αρχίσουνε χορό.

Έχω και μια άλλη φίλη, που της είναι το ίδιο δυσάρεστη αυτή η μέρα, μα δεν μπαίνει στη διαδικασία να βάλει με το νου της όλα αυτά κι απλά συμβιβάζεται με την έμφυτη Κυριακάτικη "νταουνίλα" (έτσι αποκαλεί την κατάσταση που της προκαλεί), τεμπελιάζοντας κατά τη διάρκεια της ημέρας, χαζεύοντας ό,τι φτηνό και ανόητο μπορεί να βάλει η τηλεόραση ή, στην καλύτερη περίπτωση, παίζοντας τάβλι παρέα με φίλους και καφέ. Εκείνο βέβαια που συνηθίζει τελικά τις περισσότερες φορές, είναι να ξαπλώνει (να "αράζει", όπως λέει χαρακτηριστικά) απάνω σ' ένα κρεβάτι ή έναν καναπέ και, όπως η ίδια ισχυρίζεται, να κάνει ταβανοσκόπηση, την οποία θεωρεί ζωτικής σημασίας για τον ανθρώπινο οργανισμό και υποστηρίζει πως ακριβώς αυτός είναι ο ρόλος της Κυριακής και γι' αυτό τη δημιούργησε ο Θεός, όταν έφτιαξε τον κόσμο.

Οι δύο παραπάνω οπτικές του θέματος δεν συγκρούονται μεταξύ τους, κάθε άλλο. Εντούτοις, αποτελούν διαφορετική διαχείριση του ίδιου ζητήματος. Δεν θα μπω στη διαδικασία να τις κρίνω περαιτέρω, προφανώς η δεύτερη είναι η πιο αποδοτική (όσο αποδοτική μπορεί να γίνει μια Κυριακή) και η πρώτη η πλέον πεσιμιστική. Καθώς όμως η ώρα περνά κι η μέρα ετοιμάζεται σιγά σιγά να ρίξει την αυλαία της, δίνοντας τη θέση της στο σούρουπο, η Κυριακάτικη "νταουνίλα" γίνεται ακόμη πιο βαριά κι αβάσταχτη στη πλάτες μου, καθώς οι φίλοι μου δεν έχουνε γυρίσει ακόμη απ' τα χωριά τους (για την ακρίβεια την ώρα που γράφονται ετούτες οι γραμμές, ταξιδεύουν και επιστρέφουν κι αυτοί στη σκατόπολη), το σπίτι μου δεν έχει καφέ και, λόγω της Κυριακάτικης βαρεμάρας, δεν δύναμαι ψυχολογικά να πάω να αγοράσω από τον κυρ-Παναγιώτη, ενώ δεν ξέρω καθόλου καλό τάβλι και, αν παίξω με τον αδερφό μου, εκείνος σίγουρα θα με νικήσει, οπότε τα πράγματα θα χειροτερέψουν.

Κι έρχεται, για να κλείσει ο ανωτέρω προβληματισμός, το εύλογο φιλοσοφικό ερώτημα: ήταν πάντα έτσι οι Κυριακές; Είμαι σίγουρος για την απάντηση, όχι. Οι Κυριακές γίνονται έτσι από τότε που αρχίζει και χάνεται η αθωότητα. Από τότε που ο άνθρωπος καταλαβαίνει τον κόσμο, αντιλαμβάνεται τη ροή του χρόνου και την απαραίτητη κατάτμηση της εβδομάδας σε μέρες. Γιατί σε τελική ανάλυση, μέρα του Θεού ήταν κι αυτή και μάλιστα, η αγαπημένη Του, αφού ύστερα από τόσα (έξι για την ακρίβεια) μεροκάματα, έκατσε να χαλαρώσει κι Αυτός και να θαυμάσει τους κόπους μιας γεμάτης εβδομάδας.

Σήμερα ήταν μακράν η πιο ηλιόλουστη Κυριακή που θυμάμαι, από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο. Ήταν όμως συγχρόνως, πιο άδεια και πιο κενή από ποτέ. Είναι βλέπεις που διάλεξε κι αυτός ο άπιστος (σαν) σήμερα να πιστέψει, λες και το 'κανε επίτηδες, για να πάρει στο λαιμό του όλη την πασχαλιάτικη ξεγνοιασιά και να χαλάσει την όμορφη ανοιξιάτικη εικόνα των προηγούμενων ημερών, επιβεβαιώνοντας το αχώνευτο, άγλυκο, μίζερο και μουντό της τελευταίας μέρας της βδομάδας. Κι όμως, είμαι σχεδόν σίγουρος πως, αν ήσουν εδώ, θα κατόρθωνες να τη γεμίσεις, πως η απόχρωσή της από γκρι-μωβ εύκολα θα γινόταν λευκή-γαλάζια και πως το βάρος της θα έμοιαζε πούπουλο στις πλάτες μου.


Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

+3

Είχα σκοπό να γράψω πάλι για το καθιερωμένο, μελαγχολικό και, όπως πάντα, χλωμιασμένο και μουρτζούφλικο τέλος των πασχαλινών διακοπών.
Να περιγράψω με ύφος γλαφυρό και νοσταλγικό το μακρύ, ατελείωτο και πάντα συννεφιασμένο ταξίδι της επιστροφής.
Να δώσω έμφαση στην απότομη μετάβαση από την ανοιξιάτικη "χαρά Θεού" που επικρατούσε στην άγια και ιερή Ιθάκη με τα χρώματα, τις μυρωδιές και τα αγαπημένα πρόσωπα, πίσω στη μονότονη και το ίδιο πάντα μίζερη σκατόπολη, με τις γκρίζες φιγούρες και τα ψυχρά, άψυχα βλέμματα.
Να διαπιστώσω για άλλη μια φορά την ψευδαίσθηση ότι, φεύγοντας για λίγες μέρες από την κόλαση, άφησα πίσω μου όλα εκείνα που δεν μπόρεσα να λύσω, αφού με το που πατώ ξανά το ποδάρι μου πίσω σε αυτήν, μεμιάς πετάγονται σαν στοιχειωμένα για να μου θυμίσουν τους παράλογα φρενήρεις ρυθμούς και το χρέος του άμεσου συντονισμού μου με αυτούς.

Και όμως, ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΩ. Μπορεί να διάβασες αυτό που είχα στο νου μου να γράψω, όμως πίστεψέ με, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Εκείνο που υπάρχει μόνο είναι ο δηλωτικός τίτλος τούτης της ανάρτησης ο οποίος αποδεικνύει και με το παραπάνω την αστείρευτη, πηγαία και χειμαρρώδη αγάπη της γιαγιάς που ξέρει πολύ όμορφα, τρυφερά και στοργικά -με μοναδικό τρόπο- να εκφράζει: αρκεί να αποκωδικοποιήσεις κατάλληλα τον υπερτιθέμενο αριθμό.

Επέστρεψα πίσω στη σκατόπολη, 3 kg βαρύτερος...

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Το ρολόι που σταμάτησε στις εφτά




Σ' έναν από τους τοίχους του δωματίου μου κρέμεται ένα ωραίο παλιό ρολόι που δεν δουλεύει πια. Οι δείκτες του, σταματημένοι, δείχνουν πάντοτε την ίδια ώρα: εφτά ακριβώς.

Σχεδόν πάντα, το ρολόι είναι μόνο ένα άχρηστο διακοσμητικό πάνω σ' ένα ασπριδερό και άδειο τοίχο. Ωστόσο, υπάρχουν δύο στιγμές στη διάρκεια της ημέρας, δύο φευγαλέες στιγμές, που το παλιό ρολόι μοιάζει να ανασταίνεται από τις στάχτες του σαν το φοίνικα.

Όταν όλα τα ρολόγια της πόλης μέσα στην τρελή τους πορεία δείχνουν εφτά, όταν όλοι οι κούκοι και τα μηχανικά γκονγκ σημαίνουν εφτά φορές, το παλιό ρολόι της κάμαράς μου δείχνει να παίρνει ζωή. Δύο φορές την ημέρα, μία το πρωί και μία το βράδυ, το ρολόι μου νιώθει σε απόλυτη αρμονία με το υπόλοιπο σύμπαν.

Αν κάποιος κοίταζε το ρολόι εκείνες τις δύο στιγμές θα έλεγε ότι λειτουργεί στην εντέλεια... Μόλις, όμως, περάσει εκείνη η στιγμή, όταν όλα τα ρολόγια πάψουν να σημαίνουν και οι δείκτες τους συνεχίσουν το μονότονο δρόμο τους, το παλιό μου ρολόι χάνει το βηματισμό του και παραμένει πιστό σ' εκείνη την ώρα που κάποτε σταμάτησε.

Εγώ αγαπώ αυτό το ρολόι. Κι όσο περισσότερο μιλώ γι' αυτό, τόσο περισσότερο το αγαπώ. Γιατί νιώθω ότι ολοένα και περισσότερο του μοιάζω.

Είμαι κι εγώ σταματημένος σε μία στιγμή. Κι εγώ νιώθω καρφωμένος και ακίνητος. Κι εγώ είμαι, κατά κάποιον τρόπο, ένα άχρηστο διακοσμητικό σ' έναν άδειο τοίχο.

Όμως, επίσης, απολαμβάνω τις φευγαλέες στιγμές κατά τις οποίες, μυστηριωδώς, έρχεται η ώρα μου.

Εκείνη την ώρα νιώθω ζωντανός. Όλα είναι ξεκάθαρα και ο κόσμος γίνεται υπέροχος. Μπορώ να δημιουργήσω, να ονειρευτώ, να πετάξω, να πω και να αισθανθώ περισσότερα πράγματα εκείνες τις στιγμές απ' όσα όλον τον υπόλοιπο καιρό. Αυτές οι αρμονικές συγκυρίες επαναλαμβάνονται συχνά, σαν μια αναπόφευκτη αλληλουχία.

Την πρώτη φορά που το ένιωσα προσπάθησα να γαντζωθώ σ' εκείνη τη στιγμή, νομίζοντας ότι θα μπορούσα να την κάνω να διαρκέσει για πάντα. Δεν έγινε έτσι όμως. Όπως στο φίλο μου, το ρολόι, έτσι κι εμένα μου ξεφεύγει ο χρόνος των άλλων.

...Όταν περάσουν οι στιγμές αυτές, τα υπόλοιπα ρολόγια, που φωλιάζουν σε άλλους ανθρώπους, συνεχίζουν την πορεία τους, κι εγώ επιστρέφω στο ρουτινιέρικο στατικό μου θάνατο, στη δουλειά μου, στις συζητήσεις του καφενείου, στην ανία μου, που συνηθίζω ν' αποκαλώ ζωή.

Ξέρω όμως ότι η ζωή είναι άλλο πράγμα.

Ξέρω ότι η ζωή, η αληθινή, είναι το άθροισμα εκείνων των στιγμών που, μολονότι φευγαλέες, μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε το συντονισμό μας με το σύμπαν.

Σχεδόν όλος ο κόσμος νομίζει -ο δυστυχής- ότι ζει.

Υπάρχουν μονάχα στιγμές πληρότητας, και εκείνοι που δεν το ξέρουν κι επιμένουν να θέλουν να ζουν διαρκώς, θα μείνουν καταδικασμένοι στον γκρίζο και επαναληπτικό βηματισμό της καθημερινότητας.

Γι' αυτό σ' αγαπώ, παλιό μου ρολόι. Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε το ίδιο.

Βασισμένο σ' ένα διήγημα του G.Papini, El piloto ciego, από το βιβλίο "Να σου πω μια ιστορία" του Jorge Bucay.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Ασυνείδητη μοναξιά, η κατάντια των καιρών


Ναι, κάποτε η μοναξιά ήταν συνειδητή, παραγωγική και άκρως πνευματική. Την επέλεγες εσύ ως έναν τρόπο για να ανακαλύψεις ποιος είσαι, πού ανήκεις, πού βαδίζεις. Σου παρείχε το χρόνο για να συρθείς μέσα από την απελπισία, την απόγνωση και τον τρόμο στην ηρεμία, την αυτογνωσία και την πληρότητα κι αποτελούσε ένα σωστό μπούσουλα για να χαράξεις το δικό σου δρόμο. Κι ήτανε δύσκολος αυτός ο δρόμος, ήθελε ατσάλινη ψυχή και μπόλικη αντοχή, ήθελε να είσαι σκληρός, άγριος και αιχμηρός, μαλακός, ευαίσθητος και βαθιά συναισθηματικός συγχρόνως. Ήθελε από σένα να μη φοβάσαι μην τυχόν και πονέσεις αλλά ταυτόχρονα να είσαι διατεθειμένος να αισθανθείς τον πόνο σε όλη του την έκταση. Να αψηφάς τον πόνο και την ίδια στιγμή να τον γλεντάς. Αν δεν είχες και τις δύο αυτές επιθυμίες μέσα σου, δεν θα κατόρθωνες ποτέ να φτάσεις στη λύτρωση. Σαφώς και η μία πολεμά την άλλη, λυσσαλέα και ανήλεα. Αυτό είναι όμως το παιχνίδι. Γιατί η λύτρωση –η αρμονία, η ισορροπία, ο προορισμός- δεν έρχεται ποτέ αν πρώτα δεν βιώσεις και δε συρθείς στο δύσκολο μοναχικό σου δρόμο –τη σύγκρουση, τη βίαιη μάχη, το ταξίδι. Και δεν πρέπει να είναι ο στόχος σου η λύτρωση, την πάτησες τότε. Αν δεν το θελήσεις να απολαύσεις το ταξίδι, τότε παράτα τα. Ναι, είναι απόλαυση ο πόνος· και η μοναξιά. Άμα δεν την αισθανθείς αυτή τη γλύκα να σου διαπερνά ολάκερο το κορμί και να σου βασανίζει το μυαλό, δεν έχεις προχωρήσει ούτε εκατοστό παραπέρα: είσαι ασυνείδητα μόνος, επειδή θέλεις να κρυφτείς από σένα. Έτσι αισθάνεσαι ασφαλής και ισορροπημένος. Απάτη. Είναι μια παροδική ασφάλεια, μια εύθραυστη ισορροπία που πολύ σύντομα θα καταρρεύσει και θα σε οδηγήσει και πάλι στην απόγνωση και την απελπισία. Γιατί δεν συμβιβάστηκες ποτέ σου με τη μοναξιά σου, με το γεγονός ότι μόνος, κατάμονος, ολομόναχος και έρημος ήρθες σ’ αυτόν τον κόσμο κι ακόμα πιο μόνος θα φύγεις. Τη μοναξιά σου πρέπει να την αγαπάς, όπως ακριβώς κι εσένα. Δική σου είναι, μην την αρνείσαι. Πίστεψέ με, μόλις την αποδεχτείς, αμέσως θ’ αλαφρύνεις.

Αυτή είναι η παρακμή της εποχής. Να είσαι μόνος και να μην ξέρεις γιατί. Τότε η μοναξιά από ευχή γίνεται κατάρα· και απομόνωση.


Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

Σαν σήμερα...




...έφυγε πριν από 30 χρόνια ο "αρχάγγελος της Κρήτης". Απ' τις σπουδαιότερες φωνές του προηγούμενου αιώνα, ο Νίκος Ξυλούρης κατόρθωσε κάτι μοναδικό: να κάνει κτήμα του κόσμου ολόκληρου την Κρητική μουσική και κυρίως τα ριζίτικα, αφήνοντας μία πολύτιμη κληρονομιά στις επόμενες γενεές. Η φωνή του συνεχίζει και συγκινεί τον κόσμο, εμπνέει τους νέους ν' αντισταθούν και να φωνάξουν, ενώ η πορεία του αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα ενός απλού, σεμνού, ταπεινού και συνάμα υπερήφανου ανθρώπου που με όπλο το τραγούδι του πολεμά και αντιστέκεται, ορθώνει το ανάστημά του και τη λεβέντικη φυσιογνωμία του απέναντι στο μάταιο τούτο κόσμο, στην κοινωνική αδικία και τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής.

Χαρακτηριστικά είνια τα λόγια του σε έναν από τους τελευταίους δίκους που έκανε με κρητική μουσική:

"Τα που θυμούμαι τραγουδώ, τα που κατέχω λέω... Έξι χρόνους είχα να βγάλω δίσκους με δικά μου κρητικά. Εδούλεψα όλον αυτόν το καιρό με μεγάλους και τρανούς συνθέτες. Είπα τραγούδια με πολλώ λογιώ σκοπούς και δε λέω, έμαθα πολλά. Όμως τα τραγούδια της Κρήτης και οι μαντινάδες που άκουγα σαν ήμουνα βοσκός στα όρη και ύστερα έπαιζα με τη λύρα στα πανηγύρια στα χωριά, δεν αφήνανε το νου μου να πάρει αέρα. Έκατσα το λοιπόν και δούλεψα πάνω σ' αυτούς τους παλιούς σκοπούς που με αγκυλώνανε και έβγαλα αυτόν το δίσκο. Ένας φίλος μου που άκουσε το "Δακρύζω με παράπονο" όταν το έγραφα στο στούντιο, μου είπε: Αυτός ο σκοπός είναι βυζαντινός, θυμίζει Μεγάλη Παρασκευή. Όχι, του κάνω, είναι παλιός κρητικός σκοπός. Τόνε πρωτόπαιξε ένας λυράρης για τη γυναίκα του που τη σφάξανε οι Τούρκοι στην επανάσταση του '67... Και μια θεία μου που έχασε το γιο της στην Αλβανία αυτό έλεγε. Εκτός από τη λύρα και το λαγούτο, έβαλα σαντούρι, φλογέρα, ασκομαντούρα και νταούλια, γιατί κι αυτά τα όργανα τα παίζανε παλιά στην Κρήτη. Γράμματα δεν ξέρω για να γράψω πιο καλά.
Αυτό που θέλω να πω εγώ το λέω με το τραγούδι. Όσοι αγαπήσανε, χαρήκανε και πονέσανε στη ζωή, θα με καταλάβουν όταν ακούσουνε αυτό το δίσκο".

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Ένας μύθος έσβησε, μια εποχή πέρασε και πίσω δεν ξαναγυρνά...

Ο "θρύλος των Μπαρδάνηδων" άφησε εποχή στ' Απεράθου. Ήταν η εποχή. Ο τελευταίος ήταν ο Σταματογιάννης. Άνθρωπος του γλεντιού, του πανηγυριού, υπηρετούσε πιστά το χορευτή, πάντα εκεί, του Χριστού, της Παναγίας, τ' Άη-Γιανιού, του Σταυρού, όποτε "χρειαζόταν", θα 'χουν σίγουρα πολλά να θυμούνται οι μεγαλύτεροι... Ας είναι ελαφρύ το απεραθίτικο χώμα που τον γέννησε και τώρα τον σκεπάζει...

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Επεράσαμ' όμορφα, τα κεφάλια μέσα όμως τώρα...


Ήτανε όλα ένα δάκρυ Αριάδνης.
Άχνα κυμάτου στο Πορτάριο το φως.
Στο μαυροπίνακα δε γράφει το "διότι" ή το "πώς".
Μα εσύ αιώνιος μαθητής, ακόμα ψάχνεις.


Τασία Δεουδέ


Ό,τι προλάβαμε προλάβαμε, όσο ξεκουραστήκαμε ξεκουραστήκαμε, τώρα κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Στο χωριό μου λέμε:

"Ετελειώσανε οι Κυρια-
κάδες και τα παναΰρια."

Νέα χρονιά μπήκε, μας προκαλεί το ίδιο ή και περισσότερο από τις προηγούμενες να τηνε ταξιδέψουμε, μας έχει ήδη τάξει φουρτούνες και μπουνάτσες, Κύκλωπες και Σειρήνες, Σκύλες και Χάρυβδες... Το καπετανιλίκι θέλει μαστοριά, μαγκιά αλλά και σύνεση, προσοχή λοιπόν στη νύμφη Καλυψώ και τη μάγισσα Κίρκη! Καλοτάξιδο να 'ναι το 2010, με κουράγια και δύναμες να μας γεμίσει, να σώσει να τη διαβούμε κι αυτή τη θάλασσα... Και του χρόνου με υγεία!