Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

...στο χωριό



Το "κλεινόν άστυ" αποτελεί για πολλούς την πλέον κατάλληλη επιλογή για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Πολύς ο κόσμος, πολλά τα φώτα, ήπιος και γλυκός ο καιρός, ηρεμία και ξεκούραση μέσα στο σπίτι... Εξάλλου, πού να ξεβολεύεσαι γιορτινές μέρες, κρύες σε αρκετές περιοχές της χώρας, είναι και η κούραση του φθινοπώρου στη μέση, ποτέ το καλοκαίρι δεν είναι αρκετό για να σε βαστήξει δυνατό για όλο το χρόνο, έρχονται τα Χριστούγεννα και διψάς για λίγη χαλάρωση, λίγη "ταβανοσκόπηση" βρε αδερφέ, να σώσεις να επαναφορτίσεις τις μπαταρίες σου για να 'σαι άξος να συνεχίσεις τη σεζόν, αλλιώς δεν βγαίνει.

Για μερικούς όμως, που για διάφορους λόγους δεν κατορθώνουν να βρεθούν στη γενέτειρά τους τις ημέρες ετούτες, υπάρχει μέσα τους ένα βαθύ κενό, μια απώλεια, μια νοσταλγία για την αληθινή γιορτή, την ουσιαστική συνεύρεση, τα δικά τους έθιμα και όχι τα ξενόφερτα... Οι αναμνήσεις από τα περασμένα, στοιχειωμένες καθώς ήταν, ξεπηδούν μια-μια σαν φαντάσματα που όμως δεν σε τρομάζουν, αλλά σε συγκινούν. Αναπολείς και πεθυμάς στιγμές, τα παιχνίδια που χάρηκες, τα πρώτα ερωτοχτυπήματα που ποτέ δε θα ξεχάσεις, τις χαρακτηριστικές μορφές και φυσιογνωμίες που είχαν γίνει το ένα με τον τόπο και δεν ζουν πια, μα εσύ αφουγκράζεσαι τα βήματά τους, η θωριά τους παραμένει ακόμη έντονη ανάμνηση στο νου σου, η αύρα τους υπάρχει, την αισθάνεσαι, την οσμίζεσαι και την αγγίζεις...





Να 'μου στα μέρη τα γλυκά
και πάντα μάθια φιλικά
στο δρόμο ν' αντικρύζω
Άμα θυμούμαι τσι κορφές
και τσι αξέχαστες μορφές
ειλικρινά δακρύζω.

Ν'ακούσω μια γνωστή λαλιά
και τα λημέρια τα παλιά
να πάρω όλα βόρτα
Απ' το λαγκάδι στο Χριστό
κι ύστερα να ξεκουραστώ
στου φούρναρη την πόρτα.

Φυ(γ)έτε (γ)ιατί δεν μπορώ
σύννεφα να σας εθωρώ.

(Γ)ιατί μου θυμίζει το μου-
ντό σας χρώμα το χωριό μου.

Του χωριού μου τα στενά σο-
κάκια πώς θα τα ξεχάσω.

Τα περασμένα όλα ξε-
χασα με μια καρδιά μπαξέ.

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Τακίμι


Το τακίμι έχει εξ’ ορισμού την έννοια του «μαζί», του συμπληρωματικού, του ταιριαστού, του σύμφωνου και του ταυτοχρονισμένου. Τακίμι λέγανε τη ζυγιά, την αποτελούμενη από ένα βιολί και ένα λαούτο, το κεντρικό δίδυμο που τροφοδοτούσε το γλέντι και βαστούσε να παίζει ώσπου να ξημερώσει στα νησιά. Πολλά στιχάκια έχουν επιπλέον ειπωθεί γι’ αυτό: «έλα άμα θες να τάκι/μιάσομε κοπελουδάκι» είναι ένα που έχω εύκαιρο στο νου μου.

Προφανώς λοιπόν, το τακίμι αποτελείται σχεδόν αυστηρά από δύο· όχι από τρεις ή περισσότερους, παρά μονάχα από δυό. Οι δυό τους τα λένε, κουβεντιάζουνε, καμιά φορά τσακώνουνται, πολεμούνε να βγάλουνε ο ένας το μάτι τ’ αλλονού, αλλά ύστερα τα βρίσκουνε, φιλιώνουνε, επιβεβαιώνοντας ότι δεν είναι δύο ξέχωρα πράματα μα ένα, μία γροθιά, μία μορφή, μία φωνή.

Τις τελευταίες μέρες τακίμιασα μαζί της κι εγώ, δεν άντεξα παραπάνω. Μου ‘χε λείψει άλλωστε, καιρό είχαμε να βρεθούμε. Μου ‘ρθε κουνιστή και λυγιστή, σαφώς ανανεωμένη, με όψη-φρεσκαδούρα, καλοκοιμισμένη και καλοταϊσμένη. Γλυκά και τρυφερά μου χτύπησε την πόρτα, απάντηση δεν πήρε, μπούκαρε μέσα δίχως να λάβει την άδεια. Σκυφτός και μουρτζούφλης καθώς ήμουν, την αγκάλιασα με απόγνωση, απελπισία, σχεδόν ερωτικά. Η Ανάγκη μ’ έσπρωξε, μη με ρωτάς γιατί. Αφού ξέρεις, Αυτή κυβερνά τα σύμπαντα, κινεί τα νήματα αλάκερης της ιστορίας, όποτε το θελήσει γεννά επαναστάσεις κι έπειτα τις καταπνίγει, κατά τη βούλησή Της.

Δεν είχα καμιά όρεξη για κουβέντα μαζί της, είχαμε άλλωστε χωρίσει πολύ επεισοδιακά και απολίτιστα την τελευταία φορά, όπως κάθε φορά. Κι όμως, βρήκε το θράσος και με πλησίασε, με πήρε απ’ το χέρι και μου ψιθύρισε στ’ αυτί με τρόπο νωχελικό και σαγηνευτικό πως με θέλει πίσω, δικό της, πως μετάνιωσε για ό,τι πικράδα με κέρασε και πως από δω και στο εξής, ό,τι θελήσω εγώ θα πράττει, σαν έμπιστη και έντιμη σύζυγος που σέβεται και τιμά τα παντελόνια τ’ αντρός της. Έσκυψε στη μιζέρια μου και μου χάιδεψε το κεφάλι, ένιωσα όμορφα και ζεστά μέσα στις φτερούγες της, σε κάθε άγγιγμά της σηκωνόντουσαν οι τρίχες μου και πιάνανε χορό κι η καρδιά μου χτυπούσε τώρα πιο αργά, ησύχασε ο κόσμος μου, τα μέσα μου ήρθαν όλα στα ίσια τους.

Ναι, με είχε κερδίσει για άλλη μια φορά. Τόσο αβίαστα, άκοπα, αυθόρμητα, σχεδόν ερωτικά. Ας είναι καλά η Ρημάδα, χάρη σ’ Αυτήν είμαι και πάλι δικός της. Απλά λειτούργησε μέσα μου η φύση Της, Εκείνη πρόσταξε κι εγώ υπάκουσα σ’ αυτό Της το πρόσταγμα· κι έγινα πάλι καρυδότσουφλο σε μια απέραντη και λυσσασμένη θάλασσα, κι όμως –τι ειρωνεία- πόσο ασφαλής αισθάνθηκα σ’ αυτήν την ερημιά, την απειρία… Ναι, γιατί και πάλι ταξίδευα, έστω και μοναχός μου. Άσε που τα μοναχικά ταξίδια είναι τα ωραιότερα, μπορείς να σκεφτείς και να ονειρευτείς κείνο που θες εσύ, περπατώντας στην κουβέρτα ενός βαποριού, δίχως παρεμβολές και πεθυμιές τρίτων. Σαν όαση σου λέω την είδα, μέσα στην ατελείωτη καυτή σαχάρα των τελευταίων εβδομάδων.

Κι όμως, όσο καλοζυγιασμένος κι αν σου ακούγομαι, μην πλανάσαι, μη γελιέσαι. Η κατάρα μου το ‘χει γραμμένο να μην ησυχάζω. Ποτέ μου δε θα συμβιβαστώ μαζί της, ποτέ μου δεν θα την αποδεχτώ, πάντα θα τηνε μάχουμαι και θα τηνε σκοτώνω, και κείνη ολοένα θα αναγεννάται και θα θεριεύει και το πάλεμα θα συνεχίζεται, εις τον αιώνα τον άπαντα. Κι αν παράφρονας σου ακούγομαι, παράλογος ή ανεπίδεκτος μαθήσεως, θα σου αποκριθώ πως ετούτο είναι ένα αλλιώτικο ταξίδι, λογκάδο και δύσκολο και το χειρότερο (ή το καλύτερο, όπως το δει κανείς), δεν έχει προορισμό. Είναι για κείνους που αγαπούνε το τακίμι, πολεμούνε την ακατανόμαστη και το ‘χει το γραφτό τους να αντέχουν στα συνεχή και αδιάλειπτα σκαμπανεβάσματα των καιρών, δίχως να δειλιάζουν, δίχως να σκιάζονται. Γιατί μονάχα αυτοί ξέρουν να ταξιδεύουν, να παλεύουν, να περπατούν κοιτώντας πάντοτε μπροστά και ψηλά, αψηφώντας κινδύνους και φουρτούνες. Γιατί απέναντι στην άτιμη Ανάγκη έχουν να αντιτάξουν, τουλάχιστον ισάξια, τη δική τους Πίστη. Χάρη στην Τελευταία ζουν, υπάρχουν και μπορούν να ορίσουν την ύπαρξη και την ουσία τους.

Πόσο θα ήθελα να ανήκω κι εγώ σ’ αυτήν την κατηγορία… Ο χρόνος θα το δείξει, για την ώρα θα αρκεστώ σε ένα ακόμη τακίμι μαζί της, μόνο ως αύριο θα βαστήξει, στο υπόσχομαι.

11/12/09

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

...με τους "Βορριάδες"



Για κείνους που νοσταλγούν, που επιθυμούν ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, τότε που οι κοινωνίες ήτανε πιο απλές, λιγότερο "αγχοβόρες"... Τότε που αφήνανε το χρόνο να δείξει, χωρίς να τονε βιάζουν... Τότε που η ανθρωπιά αποτελούσε κοινό τόπο για όλους και η αθωότητα ακόμη πλανιότανε απάνω από τις στέγες των σπιτιών κι οι ανθρώποι είχανε γεύση και μυρουδιά... και ξέρανε καλά πως τούτος εδώ ο κόσμος ήτανε μάταιος και ψεύτης και μόνη εκδίκηση που του ταίριαζε ήτανε η καλοπέραση, η καλή καρδιά και το γλέντι... Ακόμη και σε δύσκολους καιρούς, οι σκοποί αποτελούσανε απαραίτητη συντροφιά, τα κοτσάκια ήσαν το κυριότερο μέσο επικοινωνίας μα και έκφρασης, ο χορός σήμαινε το ερωτικό παιχνίδι ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό και βέβαια το καλό πιοτί συνιστούσε έντιμο σύμμαχο σε όλη αυτή τη μυσταγωγία...

Για κείνους που ψάχνουν πίσω στο χρόνο να βρουν τα σημάδια των καιρών, που σκάβουν βαθιά μπας και ανακαλύψουν κάποιο πολύτιμο λίθο, λες και θέλουν να αναμετρηθούν με την ίδια τους την ύπαρξη για να ορίσουν καλύτερα το είναι τους... Γι' αυτούς που μεθούν κι εκστασιάζονται με τη μαγική δοξαριά, την κοφτή πενιά, τη γλυκύτατη φωνή και δροσίζονται από την αύρα μιας περασμένης εποχής που δε λέει να γυρίσει πίσω...

Για κείνους που θέλουν να γίνουν μύστες μιας ιεροτελεστίας, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται το γλέντι και απώτερος σκοπός της είναι τα εσώτερα να βγούνε όξω, να ξεχαστούν' οι πόνοι κι οι καημοί, ν' αλαφρύνει η ψυχή, να μην τη βαραίνει πια το άτιμο κορμί, να σηκωθεί ψηλά να τραγουδήσει...





ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΥΓΟΛΗΣ – ΒΟΡΡΙΑΔΕΣ


Μουσικές του Αιγαίου – Ήχοι των παλιών καιρών

«Έμαθα να ζω γυρεύοντας τους ήχους των παλιών καιρών, πέρασα από τη δύση και στράφηκα πίσω. Ποιός μπορεί να αρνηθεί τη ρίζα του; Γυρίζω από δω κι από κει αναζητώντας να δω τι είχαν μέσ’ στην ψυχή τους αυτοί που έφυγαν, ψάχνοντας στο δρόμο τους τα σημάδια για να τους μιλήσω. Πρέπει να ξέρεις να διαβάζεις τ’ άστρα για να ταξιδεύεις... και τότε η θάλασσα σε μαθαίνει κάτι, που σου δίνει το κουράγιο να συνεχίσεις το ταξίδι». (Ματθαίος Ζευγόλης)

Γιάννης Ζευγόλης: βιολί, τραγούδι

Ματθαίος Ζευγόλης: λαούτο, τραγούδι

Μανώλης Κοντογιώργος: λαούτο

Διονυσία Παπούλη: τραγούδι

Αχιλλέας Περσίδης: κρητικό λαούτο

Μουσική σκηνή "Αυλαία", πρεμιέρα Κυριακή 6 Δεκεμβρίου, 15:00