Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Περιμένοντας


Ξέμπαρκος καιρό. Μαζί με τους πολλούς, βιώνοντας κι εγώ τη μιζέρια της γκρίζας καθημερινότητας που έχει επιβληθεί. Αγανακτώ με πολλά, που λες πως δεν έχουν τέλος. Πριν λίγο καιρό όμως βγήκα εκτός εαυτού, όπως κι εκατομμύρια άλλοι, με το δείγμα μικροψυχίας και ασκήμιας, με το «μαύρο» της ΕΡΤ. Το κατέβασμα του διακόπτη. Το σταμάτημα των εκπομπών. Τη σιωπή των ραδιοφωνικών συχνοτήτων. Το τέρμα στη δημιουργία των μουσικών συνόλων. Αυτά που έφεραν την απόλυση δημιουργών, τεχνικών, δημοσιογράφων, μουσικών και υπαλλήλων. Την παραπέρα αύξηση της ανεργίας. Τα άλυτα προβλήματα μέσα σε χιλιάδες οικογένειες ανθρώπων που βλέπουν τη ζωή τους να διαλύεται ξαφνικά. Όλα αυτά, απ’ τη μια μεριά. Τη μεριά των εργαζομένων. Απ’ την άλλη, ο καναπές, η αδιαφορία, η άγνοια, ο ωχαδερφισμός μιας κοινωνίας «σουλεϊμανοποιημένης» και αδύναμης να σκεφτεί, να καταλάβει και ν’ αντιδράσει. Σαν σε καταστολή. Κοινωνία βυθισμένη στην άγρια, εκκωφαντική «ησυχία» μιας Μονάδας Εντατικής Θεραπείας, χωρίς γιατρούς και νοσοκόμες. Περιμένω, μαζί με τους πολλούς γύρω μου, ν’ αλλάξει κάτι. Ν’ ακουστεί ένα alarm, ν’ ανάψει ένα φωτάκι, ν’ ακουστεί κάποιο τρίξιμο, έστω ένα θρόισμα απ’ τ’ ακίνητο σεντόνι. Περιμένω καιρό. Μαζί με μένα περιμένουν κι άλλοι, που δεν τους ξέρω. Άγνωστοι, που δεν έχω συναντηθεί μαζί τους. Δεν έχουμε πιει καφέ ή κρασί. Δεν έχουμε μιλήσει ποτέ. Δεν έχομε πει για τα βάσανα και τις χαρές μας. Ήρεμοι, όμως, περιμένουμε…

Έχω μάθει να περιμένω. Χρόνια στα βαπόρια περίμενα. Επαγγελματίας στην αναμονή και στην ησυχία της, την ψεύτικη, τη φαινομενική. Περιμένεις πολύ στο βαπόρι. Η βαπορίσια ζωή απαιτεί εκπαίδευση σκληρή στο «περίμενε». Στα βαπόρια οι παροιμίες που ακούς να λένε οι πιο παλιοί είναι «αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι», «όποιος βιάζεται σκοντάφτει», «το καλό πράγμα αργεί να γίνει» και σπάνια ίσως το προγονικό «σπεύδε βραδέως». Άγνωστες και άχρηστες εκείνες που μιλάν για βιάση, όπως «στη βράση κολλάει το σίδερο», «αμ’ έπος αμ’ έργον» ή το αντίστοιχο προγονικό «το γοργόν και χάριν έχει».
«Καλμάρισε, πήγαινε με slow. Το μπάρκο, η θητεία, η αρρώστια κι η ποινή θέλουν χρόνο κι υπομονή», μου ‘λεγε ένας μπάρμπας λοστρόμος, ο Γιώργης ο Ελπίδας, όταν πρωτόμπαρκος βιαζόμουν κι όλο ρώταγα. Αργότερα διάβασα πως όσοι έχουν ζήσει για μεγάλο διάστημα έγκλειστοι –με τη θέλησή τους ή όχι, δεν έχει και μεγάλη σημασία αυτό-, περιμένοντας, αποκτούν μια συμπεριφορά που λέγεται «ιδρυματική».

Έμαθα να περιμένω. Δεν μου κακοφαίνεται πια. Περίμενα σε σειρές μετά τη λίστα, σε ράδες λιμανιών και σε μεγάλες ουρές σε ξένα μέρη, αν και δε θυμάμαι γιατί ακριβώς. Δεν αγανακτούσα. Αν τύχαινε και ήταν πουθενά εύκολα και νετάριζα γρήγορα, μπορεί να μην είχε και γούστο. Στα μπάρκα τα πολύμηνα –τα «πέτρινα» που λένε- μόνο η εκπαίδευση στην αναμονή μπορούσε να βοηθήσει να κυλήσει ο καιρός. Έρχονταν δύσκολες ώρες, όταν η νοσταλγία χτύπαγε κόκκινο και τα μάτια με το παραμικρό γεμίζανε. Χρειαζότανε υπομονή κι αγάντα. Λίγα πράγματα βοηθάγανε να συνέλθεις, να μαζευτείς, να έλθεις στα ίσια σου, όπως λένε. Ένα απ’ αυτά ήταν κι η δύσκολη επικοινωνία με την πατρίδα. Ένα τηλεγράφημα, κάποιο βιαστικό τηλέφωνο μέσω ασυρμάτου και το σπάνιο press που έπαιρνε ο μαρκόνης.
Μοναδική συντροφιά στα λογκάδα ταξίδια είχα κι εγώ, όπως και χιλιάδες άλλοι ναυτικοί, το φοβερό ραδιάκι της Sony που είχε βραχέα. Μ’ αυτά τα ραδιοφωνάκια ακούγαμε τη «Φωνή της Ελλάδας» σχεδόν παντού. Απ’ το Μαγγελάνο μέχρι την Καμτσάτκα κι απ’ τις Εβρίδες μέχρι τη Μελβούρνη. Ήταν η εκπομπή της Ελληνικής Ραδιοφωνίας για τους Έλληνες ναυτικούς και τους μετανάστες στα πέρατα της Γης.

Ακούγαμε τον «Τσοπανάκο» και νομίζαμε πως ερχότανε η πατρίδα πιο κοντά. Ξεχνιόσουν για λίγο. Τα χιλιάδες μίλια «σβήνανε». Γλύκαινε η ψυχή. Όχι με τα νέα που μάθαινες, αλλά με την αίσθηση πως κάποιοι εκεί πίσω σ’ έχουν έγνοια, σε σκέφτονται και πασχίζουν να σε «φτάσουνε», πέντε χιλιάδες μίλια, δέκα χιλιάδες μίλια ή και μακρύτερα, μέχρι εκεί που βρίσκεται το βαπόρι. Ησύχαζε κάτι μέσα σου. Καταλαγιάζανε οι φόβοι, οι πίκρες, τα βάσανα, κι ας ήτανε πολλά. Μετά τα νέα είχε τραγούδια. Τραγούδια, όχι γαβγίσματα. Άκουγες μέσα απ’ το παράσιτο Μπιθικώτση, Τσιτσάνη, Καζαντζίδη, Νταλάρα, Αλεξίου και δάκρυζες. Τις Κυριακές είχε αναμετάδοση του αγώνα. Σκυμμένοι πάνω απ’ το Sony, προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι έλεγε ο σπίκερ, που η φωνή του χανότανε μέσα στο παράσιτο και το σφύριγμα. Απλώναμε σύρματα, βάζαμε λάμπες, στήναμε κεραίες όλο και ψηλότερα, για να έχουμε δυνατότερο «σήμα», μπας κι ακούσουμε καλύτερα τη «φωνή».

Ακούγαμε, κουβεντιάζαμε τα «νέα» κι είχαμε κάτι να παλεύει ο νους. Κάποιοι βρίσκανε αφορμή να «τσακώνονται» κιόλας. Πότε για του «παπατζή» τα καμώματα και της Μιμής τις χάρες, πότε για του Θρύλου τις νίκες και των βάζελων τα χάλια, πότε για τα «σωματεία του κ…» που ποτέ δε νοιάστηκαν για μας. Είχαμε κάτι να μας κρατάει ζωντανούς, να μη γίνουμε ζόμπι. Να μη φτάσουμε να συναντάει ο ένας τον άλλο στον αλουέ, να λέει «καλημέρα» κι άλλος ν’ απαντάει με βρισιές. Μεγάλη υπόθεση το λογκάδο ταξίδι. Γίνεσαι αγνώριστος. Χάνεις πολλά απ’ τ’ ανθρώπινά σου. Βγαίνουνε τα «ιδρυματικά», τ’ άσκημα, τα πικρά και κάποτε επίφοβα. Βοήθαγε πολύ η «φωνή» στο κράτημα και στην ισορροπία. Σου θύμιζε διαρκώς πως δεν είσαι μόνος εσύ κι οι άλλοι, φυλακισμένοι στη λαμαρίνα, στη μέση του πουθενά. Το Sony ήταν πολύτιμος σύντροφος και η αξία του γινόταν ανυπολόγιστη στις ώρες τις ατελείωτες του ωκεανού. Πρώτα έμπαινε το Sony στη βαλίτσα, μετά τα βιβλία κι έπειτα τα χρειαζούμενα.
Περιμένω και, καθώς περιμένω, τα σκέφτομαι και φουντώνω. Δεν είναι το παράπονο πως κανείς δε νοιάστηκε ούτε και νοιάζεται για τους ναυτικούς, χρόνια τώρα. Είναι η οργή για την αψυχολόγητη σιγή της «φωνής», που μοιάζει τσαμπουκάς χωρίς λόγο. Είναι η πίκρα για την αδιαφορία, την έλλειψη σεβασμού, την αλαζονεία και την απανθρωπιά· γι’ αυτό που κάνανε σ’ αυτούς που ταξιδεύουνε και φτύνουν αίμα για το μεροκάματο στους ωκεανούς.

Περιμένω, μαζί με τους πολλούς γύρω μου, ν’ αλλάξει κάτι. Έχω μάθει να περιμένω…

Άρθρο του Δημήτρη Θαλασσινού, από τη στήλη "ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ", περιοδικό "ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ", Τεύχος 244, Αύγουστος 2013

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Σκορπίσαμε



"Together we stand. Divided we fall." (Pink Floyd).

Πολύ περίεργο συναίσθημα. Ο ένας έπιασε τον ψυχρό και σκοτεινό Βορρά, ο άλλος την άγρια Δύση, εκείνη την Άπω Ανατολή, κάποιοι ξέμειναν στην ενδοχώρα κι ο τελευταίος (που τυγχάνει να είναι ο γράφων) ντύθηκε τα χακί. Όλοι μαζί και χώρια. Χώρια γεωγραφικά, μαζί στις αναμνήσεις. Δεν ήταν λίγα αυτά που ζήσαμε. 

Όταν είσαι μακριά, όλα τούτα τ' αντιλαμβάνεσαι αποστασιοποιημένος, λες και δε συμβαίνουν ακόμη, παρ' όλο που λαμβάνεις σχετικά μηνύματα και φωτογραφίες τροπικές. Δεν τα πολυσκέφτεσαι, δεν υπάρχει χώρος στο κεφάλι σου, μα ούτε χρόνος. Μόνο που ξέρεις πως όταν θα γυρίσεις πίσω, άξαφνα όλα θα εμφανιστούν μπροστά σου. Κι η παρουσία μιας απουσίας είναι πολύ εντονότερη απ' την ίδια την παρουσία. Πόσο μάλλον όταν οι απουσίες είναι πολλές...

Πώς γίναμε έτσι, αναρωτιέσαι. Κυριολεκτικά ξεχειλώσαμε. Πώς θα καταλήξουμε, θα τα καταφέρουμε; Θα γυρίσουμε ποτέ όλοι στο ίδιο σημείο του χάρτη, θα είμαστε ποτέ όπως παλιά; Όχι, ποτέ. Τα περιβόητα φοιτητικά χρόνια μείναν πίσω και δεν ξαναγυρνούν. Κακά τα ψέματα, το ισχυρότερο ενοποιητικό στοιχείο, που δεν είναι άλλο από το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι σπουδές, δεν είναι πια κοινό για όλους. Μονάχα οι ισχυρότεροι δεσμοί θα κρατήσουνε στο χρόνο· απ' αυτή την άποψη αποτελεί πολύ καλή δοκιμασία ο χωρισμός, δείχνει  τη δύναμη, την αντοχή της σχέσης, μα και την ανάγκη που τη δημιούργησε. 

Μεγαλώνουμε· αυτή είναι η μεγάλη διαπίστωση, η ουσία που εμπεδώνει κανείς κατά τη διάρκεια της θητείας στον Ε.Σ.. Καλό είναι αυτό, τα μοιρολατρικά και μίζερα σχόλια για το παρελθόν που μένει πίσω δεν έχουν θέση σε τούτη την ανάρτηση. Απλά έρχονται ορισμένες στιγμές που αισθάνεσαι το πέρασμα αυτό του χρόνου πολύ περισσότερο αστραπιαίο απ' όσο είχες υπολογίσει αρχικά. Πόσο σχετική μπορεί να είναι η σχετικότητα του χρόνου; Πάρα πολύ ή και καθόλου. Είναι η μοναδικότητα της στιγμής και η βαρύτητα της σκέψης που μπερδεύουν το παιχνίδι· ναι, και η ψυχολογία.

Τα πέλαγα απλώνονται μπροστά μας για να τα διασχίσουμε και να φτάσουμε ως την άκρη του κόσμου, μ' όλες τις φουρτούνες και τις μπουνάτσες που επιφυλάσσουν. Μόνο προσοχή, μην ξεφύγουμε απ' το στόχο: προορισμός είναι η ψυχή κι όχι οι γεωγραφικές συντεταγμένες, επομένως το κατακόρυφο βάθος μετράει κι όχι η οριζόντια απόσταση. Καλοτάξιδοι.


Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Ελλάς ώρα μηδέν.


Ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την Πατρίδα.
Υπακοήν εις το Σύνταγμα, τους Νόμους και τα Ψηφίσματα του Κράτους.
Υποταγήν εις τους ανωτέρους μου,
να εκτελώ προθύμως και άνευ αντιλογίας τας διαταγάς των.
Να υπερασπίζω, με πίστιν και αφοσίωσιν,
μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματος μου, τας σημαίας.
Να μην τας εγκαταλείπω, μηδέ να αποχωρίζομαι ποτέ απ' αυτών.
Να φυλάττω δε ακριβώς τους Στρατιωτικούς Νόμους
και να διάγω εν γένει ως πιστός και φιλότιμος Στρατιώτης.

Σύμφωνοι. Πίστη, αφοσίωση κι υποταγή. Το Έθνος χρήζει σωτηρίας και οι Μεσσίες, έχοντας παραταχθεί σαν μνηστήρες μιας καρτερικής κι υπομονετικής Πηνελόπης-Πατρίδας, έρχονται πάντοτε εκ των έξω. Ε βέβαια, πάντοτε οι εξωτερικοί προστάτες γνοιάζονταν πολύ περισσότερο απ' τους αυτόχθονες νοικοκυραίους του τόπου ετούτου για την πρόοδο και την ανέλιξη της πατρίδας τους. Είναι το κίνημα του Φιλελληνισμού που βαστάει από το '21 μέχρι και σήμερα, κοντά δύο αιώνες μετά. Κάθε συμβουλή και υπόδειξη καλοδεχούμενη και επιβεβλημένη, εμείς εδώ δεν ξέρουμε, δεν μπορούμε να συλλάβουμε ούτε να κατανοήσουμε την κρισιμότητα της κατάστασης για τη χώρα, γινόμαστε άθελά μας υποχείρια κάθε "λαϊκού δημαγωγίσκου" που στόχο έχει να αποπροσανατολίσει τις μάζες, παρέχοντας χύδην φρούδες ελπίδες. Γιατί η Ελπίδα πέθανε, δεν υπάρχει πια. Κι η Πηνελόπη, ως γνήσια Πόρνη που από γεννησιμιού της έχει μάθει να εκδίδεται στις πιο ανταγωνιστικές ταρίφες, βολτάρει γηρασμένη και ρυτιδιασμένη στο πεζοδρόμιο, γυρεύοντας απεγνωσμένη πελάτες, διαθέσιμους και ικανούς να καλύψουν τις ανάγκες της.

Εδώ όμως εκπέσαμε, άθελά μας, σε ασάφειες και αντιφάσεις. Σε ποια Πατρίδα ορκίστηκες να φυλάττεις πίστιν Στρατιώτη; Ποιο Σύνταγμα, ποιους Νόμους και ποια Ψηφίσματα έδωσες όρκο να υπακούς; Οι ανώτεροι, στους οποίους ορκίστηκες Υποταγήν και πρόθυμη εκτέλεση των διαταγών τους, υπηρετούν το ίδιο με σένα Έθνος; 

Ζώντας και δρώντας μέσα σ' αυτή τη μεγάλη Φούσκα, χρόνια τώρα, έχεις φτάσει Στρατιώτη στο απόγειο του παραλογισμού σου. Δεν υπάρχουνε γιατί, εκεί που τελειώνει η λογική, αρχινάει ο στρατός. Κι όμως, ένα κομματάκι μέσα σου παραμένει ζωντανό, πεισμωμένο και αρνούμενο να αποδεχθεί το φιάσκο που ανεβαίνει ως η τελειότερα στημένη θεατρική παράσταση στην Ιστορία. Το μαρτυράει κι ο όρκος που μόλις έδωσες, διάβασέ τον καλύτερα και με προσοχή, όχι εκεί που θέλουν Αυτοί, μα εκεί που σε προστάζει το ριζικό σου: 

"Να υπερασπίζω, με πίστιν και αφοσίωσιν,
μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματος μου, τας σημαίας.
Να μην τας εγκαταλείπω, μηδέ να αποχωρίζομαι ποτέ απ' αυτών."

Εδώ είναι που αυθόρμητα και πηγαία ξεπροβάλλουν σαν πίδακες λάβας οι στίχοι του ποιητή:

Εκεί μέσα εκατοικούσες 
πικραμένη εντροπαλή
κι ένα στόμα εκαρτερούσες
"έλα πάλι" να σου πει.

Άργειε να 'ρθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Πάμε σαν άλλοτε λοιπόν. Εκεί που καταργείται η λογική, να κοιτάζεις πίσω σου Στρατιώτη, να ψάξεις να βρεις τους δρόμους που οι προπάτορές σου χάραξαν και υπέδειξαν σε σένα. Αυτές τις υποδείξεις να ακολουθάς, τις εσώτερες, τις βαθιές, τις κατάδικές σου κι όχι τις ξενικές.

Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ' τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ' αίματα!

Είσαι ο πλουσιότερος Στρατιώτης στον κόσμο. Γεμάτος μνήμες, ηρωικές μάχες, κοσμοϊστορικά γεγονότα, ανεκτίμητο πολιτισμό. Έχεις παραλάβει μια αξιοζήλευτη παρακαταθήκη κι αυτός είναι ένας κύριος λόγος που σ' έχουν στο στόχαστρο, αιώνες τώρα.

Πάμε σαν άλλοτε λοιπόν. Με τα ίδια σύμβολα, όπως και τότε. Με τους Ανθρώπους που ύψωσαν άφοβα και με τόλμη το ανάστημά τους απέναντι στο Θάνατο. Και ξέσκισαν τα βρωμερά και μολυσμένα πανιά του Σκοταδισμού, απομακρύνοντάς τα από την κοιτίδα του πολιτισμού και της ελεύθερης σκέψης. Κι έκαναν τότε τον κόσμο να παραληρεί, "Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες".  Διότι

"Ημείς, αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την επανάσταση..."

Πάμε σαν άλλοτε λοιπόν. Ο Φασισμός δεν μπορεί ν' αλλάξει πρόσωπο. Κι ο εχθρός είναι πάλι ο ίδιος, καμουφλαρισμένος ασφαλώς. Απέναντι στον παραλογισμό τους έχουμε μάθει, καιρό τώρα, να αντιστεκόμαστε και να επιβιώνουμε. Ναι, με τρέλλα. Χωρίς αυτήν δεν επήγαινε ο κόσμος μπροστά. Αντίθετα, δεν μας χρειάζονται ούτε Μεσσίες ούτε Πατερούληδες-Προστάτες.

Ζήτω το Έθνος.


Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

"Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι"



Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική "παράδοση" η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.

Ενώ τα πουλιά... Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις "ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις". Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή "λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων" σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.

Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ' αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η "Δημοκρατία", εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον... νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ' αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.


Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί "Ελευθερία", "Δημοκρατίας", και "λίκνων πνευματικών και μη", για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.

(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).

Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.

Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).

Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι' αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.

Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.

Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας - που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος "αρχηγός" που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα 'ναι αργά για ν' αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς - όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να 'μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο "ανθρώπινοι" και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.


Μάνος Χατζιδάκις
Φεβρουάριος 1993
(Πρώτη δημοσίευση του κειμένου, στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας
που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων)

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Νίκος Καββαδίας: πολιτικός & ερωτικός



Η πλειονότητα του κόσμου γνωρίζει το Νίκο Καββαδία ως τον απόλυτο ποιητή της θάλασσας, του ναυτικού ταξιδιού με τις πραγματικές δυσκολίες, με τις φουρτούνες, τα τροπικά ταξίδια, τους εξωτικούς προορισμούς και τις ακατανόητες ή ασυνάρτητες εικόνες, οι οποίες σε πάνε αλλού...

Όμως ο Καββαδίας, όντας λάτρης του ταξιδιού, της περιπέτειας και της φυγής, αλλά και ταγμένος εραστής της θάλασσας, δεν θα μπορούσε παρά να είναι βαθιά ερωτικός και συναισθηματικός. Ακόμη, παρ' όλο που η θάλασσα είναι σχεδόν συνέχεια το φυσικό του περιβάλλον, ζει σε μια ταραγμένη εποχή και δεν διστάζει να πάρει θέση: είναι πολιτικοποιημένος, γρήγορα οργανώνεται στις πρώτες γραμμές του ΚΚΕ (στο ΕΑΜ ναυτικών αρχικά και ύστερα στο ΕΑΜ λογοτεχνών-ποιητών) και μετουσιώνει σε στρατευμένη ποίηση την ανησυχία του.

Όλα αυτά στα "Ανένταχτα" του Νίκου Καββαδία· σκάλωσα, διαβάζοντάς τα, και σε θυμήθηκα για κάποιο λόγο. Σκέφτηκα να σου στείλω ένα, μα δεν κατόρθωσα να ξεχωρίσω ποιο, ήταν όλα πολύ όμορφα και τρυφερά. Γι' αυτό αποφάσισα να σου τα στείλω όλα. Καλή ανάγνωση:

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/nikos_kabbadias/anentaxta_home.htm#06

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Φθινόπωρο



Πρώτη νύχτα απόψε. Θα κοιμηθούμε χώρια. Μακριά.

Σύγκρουση, ανοιχτός πόλεμος. Το μέσα μας ενώνει, το έξω μας χωρίζει. Θα 'ρθει η ισορροπία; Ή μάταιος ο κόπος;

Ένα είναι βέβαιο: δύσκολο δυο ζωές να συντρέξουν, να συμπέσουν, να συνταξιδέψουν. Το μοναχικό ταξίδεμα σου φαινόταν παιχνιδάκι. Στο μαζί υπάρχει ζήτημα, είναι ξεκάθαρο. Μπορεί ο ένας να παρακολουθήσει τ' αλλουνού τη φροντίδα; Θέλει ν' ακούσει αυτά τα "σ' αγαπάω", εκείνα τα "σε μισώ", μα και τα τελευταία, τα "κοντά σου δεν αντέχω, μακριά σου δεν μπορώ";

Ο χρόνος τι θα φέρει κανένας δεν μπορεί να το προβλέψει. Πάλι καλά.